Καλωσόρισμα

Αυτός ο τόπος προσφέρει πλούσια επιστημονική ενημέρωση πάνω σε θέματα ψυχικής υγείας και όχι μόνο! Θα βρείτε άρθρα που αφορούν την ψυχιατρική, την ψυχολογία, την αυτογνωσία και την αυτοανάπτυξη.
Επιπλέον θα διαβάσετε αποσπάσματα από αληθινές ανθρώπινες ιστορίες, που περιγράφουν γλαφυρά το ταξίδι της ψυχής μέσα από τον πόνο και το σκοτάδι προς το φως και τη γαλήνη. Τέλος δίνει τη δυνατότητα επικοινωνίας και ανταλλαγής απόψεων πάνω σε συναφή θέματα. Εύχομαι η περιήγησή σας να είναι χρήσιμη και ενδιαφέρουσα. Δεκτές παρατηρήσεις, ερωτήσεις και προτάσεις.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Oι πληροφορίες που παρέχονται έχουν καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμμία περίπτωση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη γνωμάτευση και τη θεραπεία του ειδικού!

Τι είναι η Ψυχοσύνθεση


Η Ψυχοσύνθεση είναι μια ψυχολογική θεωρία και πρακτική, που αναπτύχθηκε από την ψυχανάλυση και εξελίχθηκε στην Ανθρωπιστική-Υπαρξιακή ψυχολογία και ακολούθως στην Υπερπροσωπική ψυχολογία. Εμπνευστής της ο Ιταλός ψυχίατρος Roberto Assagioli (1888-1974). Φίλος του C.G. Jung και μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, ο Assagioli απομακρίνθηκε σταδιακά από τη φροϋδική σκέψη, που θεωρούσε δύσκαμπτη και περιορισμένη, σε σχέση με την ευρύτητα και πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού.
Κεντρική και προτότυπη θέση της Ψυχοσύνθεσης είναι ότι την αναλυτική φάση της ψυχοθεραπείας πρέπει να ακολουθεί μιά συνθετική, που να στοχεύει στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας και την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού.

26/9/09

ΥΠΕΡΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ : ΕΝΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΛΥΤΡΩΣΗ


Mέχρι πρόσφατα η πνευματική ζωή αποτελούσε αντικείμενο ενασχόλησης των θρησκειών, των μεταφυσικών φιλοσοφιών και των διαφόρων εσωτερικών συστημάτων, ανατολικής κυρίως προέλευσης. Ο διχασμός γνώσης και αξιών οδήγησε την επιστήμη σε μια αποκλειστικά τεχνοκρατική-μηχανιστική αντίληψη του κόσμου, με αποτέλεσμα την απάνθρωπη αναλγησία μπροστά στις τραγικές συνέπειες των εφαρμογών της. Από την άλλη, οι οργανωμένες θρησκείες στέκονται συχνά εμπόδιο στην επιστημονική εξέλιξη, που την αντιμετωπίζουν με καχυποψία, ενώ ισχυρίζονται ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια στα πνευματικά ζητήματα. Τις τελευταίες δεκαετίες προωθείται με δύναμη μια βαθιά αλλαγή στη φιλοσοφία της επιστήμης, που διευρύνει τους ορίζοντές της και επαναπροσδιορίζει τους στόχους της. Πολλές από τις έννοιες που μέχρι τώρα θεωρούνταν ότι ήταν αποκλειστική περιουσία των θρησκειών, σήμερα έχουν αποκτήσει φυσιοκρατικό χαρακτήρα, δηλαδή βρίσκονται μέσα στη δικαιοδοσία της επιστημονικής έρευνας. Βρίσκεται σε εξέλιξη στη Δύση η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης συστηματικής και εμπειρικά δομημένης γενικής ψυχολογίας, που περιλαμβάνει τα βάθη, αλλά και τα ύψη της ανθρώπινης φύσης. Το ανθρωπιστικό πρότυπο της ψυχικής υγείας δεν είναι πια ο μέσος, νευρωτικά προσαρμοσμένος άνθρωπος, αλλά ο ολοκληρωμένος, αυτοπραγματωμένος ή εξατομικευμένος άνθρωπος. Αυτό το είδος του ανθρώπου έχει ενεργοποιήσει και αναπτύξει όλες τις πλευρές του σε μέγιστο βαθμό ( συμπεριλαμβανομένης και της πνευματικής του διάστασης) και έχει εναρμονιστεί με το σύμπαν.

Η Υπερπροσωπική ψυχολογία ανήκει στο μεγάλο φάσμα της Ανθρωπιστικής ψυχολογίας ( Humanistic Psychology), που έχει καθιερωθεί πλέον σαν μια εναλλακτική δυνατότητα απέναντι στην “αντικειμενική” συμπεριφορική (μηχανομορφική) ψυχολογία και στον ορθόδοξο φροϋδισμό. Ο A.Maslow υποστηρίζει ότι η νέα αυτή τάση στην ψυχολογία αποτελεί μια επανάσταση, με την ίδια έννοια που έκαναν επαναστάσεις ο Γαλιλαίος, ο Δαρβίνος, ο Φρόϋντ και ο Μαρξ, δηλαδή εισάγοντας νέους τρόπους αντίληψης και σκέψης, νέες εικόνες του ανθρώπου και της κοινωνίας, νέες συλλήψεις της ηθικής και των αξιών. Σαν “τρίτη δύναμη” στη σύγχρονη ψυχολογία ενδιαφέρεται για θέματα που έχουν περιορισμένη θέση στις υπάρχουσες θεωρίες και συστήματα, π.χ. αγάπη, δημιουργικότητα, ύπαρξη, γίγνεσθαι, παιχνίδι, αυθορμητισμός, αυτονομία, υπευθυνότητα, νόημα, δικαιοσύνη, υπερβατική εμπειρία, έκσταση, αυτοπραγμάτωση και άλλα σχετικά θέματα. Αυτή η προσέγγιση εκφράζεται στα κείμενα ψυχολόγων και ψυχιάτρων όπως οι G.Allport, A.Angyal, R.Assagioli, J.Bugental, L.Binswanger, M.Boss, V.Frankl, E.Fromm, K.Goldstein, K.Horney H.Hartmann, W.James, R.Laing, R.May A.Maslow, J.Moreno, C.Moustakas, Gurphy, F.Perls, C.Rogers, P.Tillich, K. Wilber και πολλών άλλων, καθώς και σε ορισμένα από τα κείμενα των C.Jung, A.Adler και των υπαρξιακών φαινομενολόγων.

Ο Μaslow διακρίνει τρεις τομείς ή επίπεδα σ’αυτή τη Γενική Ψυχολογία :

α) Την ψυχολογία «Ε», που αναφέρεται στην ψυχολογία των ελλείψεων και των παθολογικών καταστάσεων.

β) Την ψυχολογία «Γ» ( του γίγνεσθαι), που ασχολείται με την πορεία της ανάπτυξης των δυνατοτήτων του ατόμου, προς το τρίτο επίπεδο.

γ) Την ψυχολογία «Υ» ( της ύπαρξης), που μελετά τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των αυτοπραγματωμένων ανθρώπων που εκλαμβάνονται ως το ιδανικό ψυχικό πρότυπο. Κατ’ουσίαν η ψυχολογία «Υ» είναι διαπροσωπική και Υπερπροσωπική καθ’όσον ο ολοκληρωμένος άνθρωπος έχει διευρύνει τα όρια της ατομικής του συνείδησης , ώστε να ταυτίζεται με τον Όλο. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται « Κοσμική Συνείδηση» ή « Υπέρτατη Ταύτιση», και τον συνδέει με ένα κόσμο που βρίσκεται πέρα από τον συμβατικό χωρόχρονο. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν πως ένας τέτοιος τύπος εμπειρίας ή γνώσης βρίσκεται στο κέντρο κάθε μεγάλης θρησκείας, τον Ινδουισμό, τον Ταοϊσμό, τον Βουδισμό, τον Χριστιανισμό, τον Ισλαμισμό και τον Ιουδαϊσμό. Έτσι, μπορούμε να μιλήσουμε δικαιολογημένα για την «υπερβατική ενότητα των θρησκειών». Η υπερπροσωπική ψυχολογία επιβεβαίωσε πως χωρίς το διατομικό και το υπερβατικό γινόμαστε άρρωστοι, βίαιοι, μηδενιστές και απαθείς. Ο άνθρωπος χρειάζεται κάτι “μεγαλύτερο από τον ίδιο” για να νοιώθει δέος απέναντί του και να του αφοσιώνεται με μια καινούργια νατουραλιστική, εμπειρική και όχι αναγκαστικά εκκλησιαστική έννοια, όπως περιέγραψαν περίφημα o H.Thoreau, o W.Whitman, o William James και ο John Dewey.

Η ψυχαναλυτική θεωρία και ο συμπεριφορισμός ανήκουν στο πρώτο βασικό επίπεδο της Γενικής Ψυχολογίας. Σύμφωνα με τον Φρόϋντ υπάρχει ψυχολογικός ντετερμινισμός ή εσωτερική αιτιοκρατία. Κάθε συμπεριφορά, δηλαδή, υπακούει σε ορισμένα εσωτερικά αίτια (ένστικτα, ενορμήσεις), τα οποία “έλκουν” το άτομο σε δράση. Το συμπεριφοριστικό μοντέλο υποστηρίζει την εξωτερική αιτιοκρατία, δηλαδή ότι εξωτερικές ή περιβαλλοντικές δυνάμεις (ερεθίσματα) “ωθούν” την ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι προφανές, με βάση αυτές τις απόψεις πως το άτομο πάρα πολύ λίγα θα μπορούσε να κάνει για να ελέγξει την συμπεριφορά του, μια και το σενάριο γράφεται, διαμορφώνεται ή κατευθύνεται μηχανιστικά από άλογες εσωτερικές και τυχαίες εξωτερικές δυνάμεις.

Αντίθετη απέναντι σ’αυτές τις απαισιόδοξες θεωρίες στέκεται η ανθρωπιστική ψυχολογία που αντλεί ένα σημαντικό μέρος της φιλοσοφίας της από τον υπαρξισμό. Η υπαρξιακή ψυχολογία δεν δέχεται την εφαρμογή της αρχής της αιτιότητας, που χρησιμοποιείται στις φυσικές επιστήμες, στην ψυχολογία. Επίσης απορρίπτει τον θετικισμό, τον ντετερμινισμό και τον υλισμό. Θεωρεί ότι η ψυχολογία δεν μοιάζει με τις άλλες επιστήμες και γι’αυτό χρειάζεται να εφαρμόζει την δική της μέθοδο, που είναι η φαινομενολογική ανάλυση, και να στηρίζεται στις δικές της αρχές, όπως είναι : η ύπαρξη μέσα στον κόσμο, η ελευθερία, η υπευθυνότητα, η αυτοϋπέρβαση και άλλες που προέρχονται από την οντολογία του Heidegger. Στο σύνολό τους, οι περισσότερες φιλοσοφίες και θρησκείες, ανατολικές ή δυτικές, έχουν διχοτομήσει τον άνθρωπο, διδάσκοντας ότι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει κανείς “ανώτερος” είναι να αποποιηθεί και να κατανικήσει το “κατώτερο”. O ανθρωπιστικός υπαρξισμός αντιτάσσεται στον δυϊσμό του υποκειμένου (νους) και του αντικειμένου (σώμα, περιβάλλον), υποστηρίζοντας την ενότητα του ατόμου-μέσα-στον κόσμο. Οι άνθρωποι υπάρχουν, είναι μέσα στον κόσμο, αλλά παράλληλα επιθυμούν και μπορούν να υπερβούν τον κόσμο! Αυτό κατά τον Binswanger δεν σημαίνει να ελπίζουν παθητικά σε κάποιο εξωγήινο παράδεισο, αλλά να ξεπεράσουν εδώ και τώρα τα ίδια τους τα συνειδησιακά φράγματα. Και εδώ ακριβώς υπεισέρχεται η έννοια της υπευθυνότητας του ανθρώπου που συμβαδίζει με την ελευθερία του. Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από μια ενεργητική και όχι παθητική στάση απέναντι στη ζωή, που είναι μια συνεχής σειρά αποφάσεων, μέσα από τις οποίες αυτοκαθορίζεται. O Σαρτρ και άλλοι μιλούν για τον “εαυτό σαν έργο”. Επιλέγει αδιάκοπα μεταξύ του να προχωρήσει μπροστά προς το άγνωστο ή να πάει προς τα πίσω, προς τη γνωστή ρουτίνα και το εύκολα προβλεπόμενο παρελθόν. Εαν επιλέξει το status quo θα βιώσει την υπαρξιακή ενοχή (αίσθημα χαμένων ευκαιριών) και θα ζήσει μια ζωή μη αυθεντική. Ένας μη πραγματωμένος άνθρωπος βρίσκεται, λίγο πολύ, σε εξαρτημένη θέση και προσπαθεί να εξασφαλίσει την απαραίτητη ενέργεια για την επιβίωσή του μέσα από ένα σκληρό αγώνα για δύναμη και εξουσία. Ο E.Fromm υποστηρίζει ότι το κάθε άτομο στην προσπάθειά του να προσαρμοστεί μέσα στην κοινωνία υιοθετεί ένα κοινωνικό τύπο, πιστεύοντας ότι έτσι θα δώσει λύση στο πρόβλημα της μοναξιάς του και θα του εξοικονομήσει την απαιτούμενη ενέργεια. Αυτό οδηγεί συνήθως στις διάφορες μορφές του μη παραγωγικού κοινωνικού τύπου που είναι ο υποτακτικός, ο εκμεταλλευτής, ο σαδιστής, ο μαζοχιστής και ο αυτόματος τύπος. Αναγκαστικά, ο άνθρωπος αυτός που παρακινείται από τις ελλείψεις του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κυβερνάει τον εαυτό του ή ότι ελέγχει τη μοίρα του. Είναι έρμαιο στην κριτική και την επιδοκιμασία των άλλων. Πρέπει να συμμορφωθεί με τις επιθυμίες, τους κανόνες και τις ιδιοτροπίες τους, από φόβο μήπως υπονομεύσει τις πηγές του. Αυτό το είδος γεμάτης άγχους εξάρτησης γεννά επίσης εχθρότητα, που μειώνει ακόμα περισσότερο την ελευθερία.

Υγιής κοινωνικός τύπος είναι μόνο αυτός της παραγωγικής αγάπης, που εκφράζεται από το Αυτοπραγματωμένο άτομο. Όσο ένας άνθρωπος πλησιάζει προς την ιδανική αυτή κατάσταση, τόσο γίνεται λιγότερο εξαρτημένος και περισσότερο αυτόνομος και αυτοκατευθυνόμενος. Οι καθοριστικοί παράγοντες που τον κυβερνούν είναι τώρα πρωταρχικά εσωτερικοί, μάλλον, παρά κοινωνικοί και συνέονται με την ανάπτυξη. Είναι οι νόμοι της δικής του βαθύτερης φύσης, οι ικανότητές και τα ταλέντα του, οι δημιουργικές του τάσεις, η ανάγκη να γνωρίσει τον εαυτό του, να ολοκληρώσει το δυναμικό του και να επιτελέσει την αποστολή του, που είναι υπηρεσία και ακτινοβολία. Εφ’όσον εξαρτάται λιγότερο από τους άλλους ανθρώπους, παρουσιάζει και λιγότερη απογοήτευση, λιγότερο άγχος και λιγότερη επιθετικότητα. Χρειάζεται λιγότερο τον έπαινο και την στοργή τους. Αυτονομία ή σχετική ανεξαρτησία από το περιβάλλον σημαίνει επίσης σχετική ανεξαρτησία από τις αντίξοες συνθήκες, όπως η κακοτυχία, τα χτυπήματα της μοίρας και η στέρηση. Οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετωπίζει ο προσωπικός εαυτός, ο βαθύτερος τα υπερβαίνει και παραμένει ανέγγιχτος, όπως ο βυθός του ωκεανού, όταν η επιφάνεια μαστίζεται από αφρισμένα κύματα. Τον γαλήνιο υπερπροσωπικό μάρτυρα, που βρίσκεται στο “μάτι του κυκλώνα”, τον ανακαλύπττει στην υπέρβαση της ταύτισης με όλα τα αντικείμενα: φυσικά, νοητικά ή συναισθηματικά Κάνει ότι και οποιοσδήποτε καθρέφτης, ο οποίος αντανακλά τέλεια και αμερόληπτα οτιδήποτε περάσει από μπροστά του, χωρίς να κατακρατά τίποτε. Ο υγιής αυτός τύπος δεν ανταποκρίνεται ασφαλώς στις συμβατικές νευρωσικές απαιτήσεις της κοινωνίας του, που συχνά τον αντιμετωπίζει με καχυποψία αν όχι με καθαρή εχθρότητα, καθ’ότι όχι μόνο δεν εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο, αλλά της καθρεπτίζει όλες τις αντιφάσεις και τα κακώς κείμενα. Αυτή η αποδέσμευση από τον κόσμο και τις πιέσεις του δε σημαίνει ασφαλώς έλλειψη επαφής μ’αυτόν. Αντίθετα μάλιστα! Όταν ένα άτομο παρακινείται από τις ελλείψεις, η εξάρτηση από τους άλλους χρωματίζει έντονα και περιορίζει την ελευθερία των διαπροσωπικών σχέσεων. Το να βλέπει κανείς τους ανθρώπους πρωταρχικά σαν “ικανοποιητές των αναγκών” του ή σαν πηγές παροχής απόλαυσης, είναι μια επικίνδυνη αφαίρεση. Τα στοιχεία που δεν συνδέονται με τις ανάγκες του, είτε παραβλέπονται, είτε θεωρούνται βαρετά, εκνευριστικά, απειλητικά. Η αντικειμενική, ολιστική αντίληψη της μοναδικότητας ενός ανθρώπου καθίσταται δυνατή, μόνο όταν δεν απαιτούμε τίποτα από αυτόν, μόνο όταν δεν τον χρειαζόμαστε πιεστικά. Η απτή, αισθητική αντίληψη-απόλαυση, ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι πολύ περισσότερο εφικτή για εκείνους που αυτοπραγματώνονται (ή σε στιγμές αυτοπραγμάτωσης). Η επιδοκιμασία, ο θαυμασμός και η αγάπη βασίζονται τότε στα εγγενή χαρακτηριστικά του άλλου και όχι στην χρησιμότητά του. Αυτό το είδος αγάπης ονομάζεται <<αγάπη χωρίς ανάγκες>>.

Η ανάγκη για αγάπη, όπως την έχουν μελετήσει διάφοροι ερευνητές (Bowlby, Spitz, Levy) είναι συχνά μια “ασθένεια έλλειψης”, μια ακόρεστη δίψα προσοχής, επιβεβαίωσης, ελέγχου και ασφάλειας. Το υγιές ολοκληρωμένο άτομο, μη έχοντας αυτές τις ελλείψεις να αναπληρώσει, δε χρειάζεται να δέχεται αγάπη παρά μόνο σε σταθερές μικρές δόσεις συντήρησης και μπορεί ακόμα και να κάνει χωρίς αυτές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κλινικές μελέτες υγιών ανθρώπων δείχνουν ότι παρόλο που χρειάζονται λιγότερο να παίρνουν αγάπη, είναι περισσότερο ικανοί να δίνουν αγάπη. Κατ’αυτή την έννοια είναι άθρωποι γεμάτοι αγάπη, που ακτινοβολούν φυσικά και με ανιδιοτέλεια γύρω τους.

Σύμφωνα με την ανθρωπιστική θεώρηση, η ανθρώπινη φύση δεν είναι διόλου τόσο κακή, όσο έχει θεωρηθεί. Η καταστροφικότητα, ο σαδισμός, η σκληρότητα, η κακία κ.λ.π.,δεν είναι εγγενείς ιδιότητες, αλλά μάλλον βίαιες αντιδράσεις ενάντια στη ματαίωση όχι μόνο των βασικών, αλλά και των γνήσια ανθρώπινων αναγκών, που πηγάζουν από την ιδιαιτερότητα της φύσης του : ανάγκη ενότητας με τα άλλα όντα, ανάγκη δημιουργίας, νοήματος, αυτοπραγμάτωσης, υπέρβασης.. Ο υπερπροσωπικός πυρήνας αυτής της Φύσης διέπεται από σοφία και αν του επιτρέψουμε να καθοδηγήσει τη ζωή μας, θα γίνουμε υγιείς, δημιουργικοί και ευτυχισμένοι. Αν η θεμελιώδης αυτή αρχή δεν γίνει αποδεκτή ή καταπιεστεί, τότε το άτομο, αργά ή γρήγορα, θα αρρωστήσει. Αυτή η βαθύτερη φύση δεν είναι τόσο πιεστική όσο τα ένστικτα. Είναι διακριτική και ντελικάτη και σκεπάζεται εύκολα από τη συνήθεια, την κοινωνική πίεση και τις εσφαλμένες τάσεις απέναντί της. Αν και φαινομενικά αδύναμη, δεν εξαφανίζεται τελείως ούτε στο διαταραγμένο άτομο. Έστω και αν την αρνείται κάποιος, εκείνη επιμένει υπόγεια, πιέζοντας μέχρι να πραγματωθεί.

Η μελέτη Ολοκληρωμένων ατόμων μπορεί να μας διδάξει πολλά για τα σφάλματά μας, για τα σημεία στα οποία υστερούμε, για τις σωστές κατευθύνσεις προς τις οποίες πρέπει να αναπτυχθούμε.

Πριν ακόμη αρχίσει το κύριο έργο της ανάπτυξης και για να υπάρξουν βαθιά, γερά θεμέλια στο οικοδόμημα, πρέπει να προηγηθεί η φάση της μεταστροφής, κατά την οποία το άτομο επαναπροσδιορίζει την πορεία του, κάνοντας στροφή 180 μοιρών. Από τη στάση του έχειν ( και καταναλώνειν), σ’εκείνη του Είναι, όπως λέει ο Fromm. Αυτό η νέα κατεύθυνση προσφέρει ένα αυθεντικό νόημα σκοπό στη ζωή του ανθρώπου, οργανώνει τις ψυχικές του δυνάμεις και οδηγεί το άτομο έξω από το υπαρξιακό κενό και την επαναληπτική μηχανικότητα.

Συντελεσθείσα η μεταστροφή, το άτομο είναι πλέον έτοιμο για την κύρια μαθητεία-θεραπευτική διαδικασία. και την μύηση-εξοικείωση σε καινούργιες γνώσεις και επιγνώσεις, μέσα από καθοδηγούμενες βιωματικές εμπειρίες.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάδυση της αληθινής φύσης είναι, αρχικά, η εναρμόνιση όλων των στοιχείων της προσωπικότητας. Εάν ένα οποιοδήποτε μέρος παραληφθεί, αυτό θα λειτουργήσει ανασταλτικά και θα προσπαθήσει να εξοικονομήσει ενέργεια από τα ανεπτυγμένα τμήματα. Ο Yung αναγνώρισε στη μεσαιωνική αλχημεία την αλληγορική περιγραφή αυτής της μεταμορφωτικής εμπειρίας. Το Magnum Opus, το Μεγάλο Έργο που αναλάμβαναν, είχε σαν κύριο σκοπό την παρασκευή “χρυσού”, δηλαδή την αποκάλυψη εκείνου του πολύτιμου τμήματος της ανθρώπινης ύπαρξης, που παραμένει αναλλοίωτο.

Το συλλογικό ασυνείδητο, η πιο χαρακτηριστική έννοια της γιουγκικής θεωρίας, εξασκεί μια κατευθυντική και επιλεκτική δράση πάνω στη συμπεριφορά του ατόμου. Επ’αυτού χτίζονται το εγώ και το προσωπικό ασυνείδητο. Αποτελεί την κοινή παγκόσμια ψυχική κληρονομιά και εκφράζεται μέσα από συμβολικές σκεπτομορφές, τα αρχέτυπα, που πιέζουν να εκφραστούν στη συνειδητή ζωή. Ο Yung ονομάζει Ταυτό ή Εαυτό ένα αρχέτυπο που εκφράζει τον αγώνα του ανθρώπου για ενότητα και αναπαριστάται διαμέσου διαφόρων συμβόλων, το πιο σημαντικό των οποίων είναι το Mandala ή μαγικός κύκλος. Στην ανατολική παράδοση το Mandala είναι ένα σύνθετο γεωμετρικό σχήμα που απεικονίζει την Ενόητα και την Ολοκλήρωση. Το Ταυτό είναι το κεντρικό, ιδεατό σημείο της ολοκληρωμένης προσωπικότητας, γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλα τα άλλα συστήματα. Η εκθρόνιση του εγώ από το κέντρο της προσωπικότητας και η μετακίνησή του στο Ταυτό είναι ο σκοπός της εξελικτικής πορείας που ο Yung ονόμασε εξατομίκευση. Το Ταυτό είναι στη βάση εκείνης της συμπεριφοράς που σπρώχνει τον άνθρωπο να αναζητά την Ολότητα, ειδικά μέσα από θρησκευτικές και μεταφυσικές οδούς. Οι αυθεντικές θρησκευτικές εμπειρίες αντανακλούν τις ποιότητες του Ταυτού, ενώ οι μορφές του Χριστού και του Βούδα αποτελούν τις πιο τέλειες εκφράσεις αυτού του αρχέτυπου. « Για το χριστιανό, το έργο της λύτρωσης είναι μια πράξη από τον άνθρωπο που χρειάζεται τη λύτρωση, για να τιμηθεί ο λυτρωτρής Θεός, ενώ η αλχημιστική μεταμόρφωση είναι έργο του ανθρώπου-λυτρωτή που αφιερώνεται στην υπηρεσία της θείας παγκόσμιας ψυχής, που κοιμάται μέσα στην ύλη και περιμένει τη λύτρωση».

Βιβλιογραφία :

Abraham H. Maslow, Ψυχολογία της Ύπαρξης, Δίοδος, 1995

Αbraham H. Maslow, Θρησκείες, Αξίες και Εκστατικές Εμπειρίες, Δίοδος, 1994.

Rollo May, Existential Psychology, Random House, 1961.

Carl Jung, Η Ολοκλήρωση της προσωπικότητας, Σπαγείρια,1989.

Εrich Fromm, Η Υγιής κοινωνία, Μπουκουμάνης,1973.

Κen Wilber, Ψυχολογία της Απελευθέρωσης, Ιάμβλιχος, 1990.

William James, Oι παραλλαγές της Θρησκευτικής Εμπειρίας, Printa, 1999.

Roberto Assagioli, Psychosynthesis : A Manual of Principles and Techniques, Hobbs, Dorman, 1965.

Viktor E.Frankl, Un Significato per L’Esistenza, Citta Nuova,1983.

Fritzof Capra, H Κρίσιμη Καμπή, Ωρόρα,1984.



4/9/09

ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Σε έρευνες αυτοαναφοράς μεταξύ ανηλίκων, η παραβατικότητα για ορισμένα είδη μικροαδικημάτων συνιστά ένα σχεδόν καθολικό φαινόμενο. Η μεγάλη πλειοψηφία των νέων αναφέρει ότι κάποτε απέφυγε να πληρώσει εισιτήριο, ή έκλεψε ένα αντικείμενο, συνήθως ευτελούς αξίας. Προφανώς και οι πράξεις αυτές έχουν ενδιαφέρον, όμως οι νέοι που τις διέπραξαν δεν παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερα κοινωνιολογικά ή ψυχολογικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με το σύνολο των νέων. Αντίθετα, ενδιαφέροντα δακριτικά χαρακτηριστικά μπορεί να παρουσιάζει, η μειοψηφία αυτών, οι οποίοι δηλώνουν ότι δεν έχουν διαπράξει ποτέ κανένα αδίκημα. Απ’όσο γνωρίζω δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς. Όταν όμως, το σύνολο των παραβατών περιοριστεί μόνο σε όσους διέπραξαν σοβαρά αδικήματα, ή σε όσους είναι υπότροποι, τότε στην ομάδα αυτή παρουσιάζονται ορισμένα κοινωνιολογικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά, καθώς και ψυχικές διαταραχές σε μεγαλύτερη συχνότητα από ότι στον αντίστοιχο πληθυσμό. Μερικά από τα χαρακτηριστικά και τις διαταραχές αυτές έχουν ενοχοποιηθεί ως προδιαθεσικοί παράγοντες της νεανικής παραβατικότητας και σ’αυτούς θα εστιαστώ στην αποψινή παρουσίαση.
Οι προδιαθεσικοί παράγοντες διακρίνονται σε ατομικούς και σε κοινωνικούς. Στους ατομικούς συγκαταλέγονται το φύλο, η κληρονομικότητα και άλλοι βιολογικοί παράγοντες, η ψυχική υγεία και τα ιδιαίτερα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της νεανικής ηλικίας. Στους κοινωνικούς , η οικογένεια, το σχολείο και γενικότερα η εκπαίδευση, το περιβάλλον, τα πρότυπα συμπεριφοράς, η εργασία και η πολιτιστική διαφορετικότητα.
Θα εξετάσουμε εν συντομία έκαστο προδιαθεσικό παράγοντα χωριστά, υπογραμμίζοντας ότι η παραβατικότητα είναι ένα σύνθετο, αβέβαιο αποτέλεσμα της επίδρασης ποικίλων παραμέτρων, που σε κάθε συγκεκριμένο άτομο έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη υποθετική βαρύτητα. Αυτό, για να αποφευχθούν τυχόν υπεραπλουστευτικοί αφορισμοί αιτιώδους σχέσης, και κυρίως για να μη δημιουργούνται αρνητικές προκαταλήψεις που στηγματίζουν, περιθωριοποιούν και τελικά συντελούν στην εμφάνιση της παραβατικότητας!


Α) ΑΤΟΜΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Φύλο:
Συνήθως αναφερόμασταν στον προπαραβατικό άρρενα ανήλικο όταν εμπεριέχετο η βία, ενώ η αντικοινωνικότητα των ανήλικων κοριτσιών εντοπιζόταν στο χώρο της ηθικής. Αυτή η διαφοροποίηση στηριζόταν στα πολιτιστικά στερεότυπα της διάκρισης των δύο φύλων. Καθώς εξισώνονται οι ρόλοι, η γυναικεία εγκληματικότητα διαφοροποιείται ποσοτικά και ποιοτικά.


Κληρονομικότητα:
α) Κληρονομικό στίγμα. Από διάφορες έρευνες σε υιοθετημένα παιδιά και σε μονοζυγωτικούς διδύμους διαφαίνεται ότι η κληρονομικότητα είναι ένας από τους πολλούς παράγοντες, που αυξάνει την πιθανότητα της παραβατικής συμπεριφοράς, χωρίς να γνωρίζουμε τον ακριβή μηχανισμό μεταβίβασης. (Τα παιδιά που είχαν φυσικούς πατέρες με βεβαρημένο παρελθόν, χωρίς καν να τους είχαν γνωρίσει, είχαν περισσότερες πιθανότητες να διαπράξουν κάποιο αδίκημα σε σχέση με τα παιδιά των οποίων οι θετοί γονείς

είχαν ποινικό μητρώο, χωρίς να έχουν οι φυσικοί τους γονείς) Αυτή όμως η παρατήρηση, που έχει δεχθεί σοβαρές μεθοδολογικές κριτικές ( κυρίως λόγω του γεγονότος ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες υιοθεσίας προσπαθούν να βρούν για τα προς υιοθεσία παιδιά παρόμοιες με τη φυσική τους οικογένεια. Μ’αυτόν τον τρόπο οι κοινωνικοί παράγοντες παρέμεναν πάντα ενεργοί) απέχει έτη φωτός από τις ευφάνταστες ανακοινώσεις των Μ.Μ.Ε., που συχνά για εντυπωσιασμό, αναφέρονται στον πιθανό εντοπισμό γονιδίων, τάχα υπεύθυνων για την επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά. Μια τέτοια άποψη, που στερείται επιστημονικής βάσης, καλλιεργεί την θεωρία του βιολογικού ντετερμινισμού και προσφέρει άλλοθι σε κάθε είδους απολυταρχικές - ρατσιστικές ιδεολογίες και πρακτικές.

β) Γενετικές ανωμαλίες.Αρκετές εγκληματολογικές έρευνες έχουν γίνει για να αποδειχθεί η υπόθεση ότι τα άτομα με σύνδρομο ΧΥΥ είναι πιθανό να υιοθετήσουν μια παραβατική συμπεριφορά, συνδέοντάς την με τη μεγάλη σωματική διάπλαση και τον μικρό δείκτη ευφυίας που παρουσιάζουν.

γ) Άλλες οργανικές δυσλειτουργίες. Ενδοκρινικές διαταραχές χρησιμοποιούνται για να εξηγήσουν την υιοθέτηση μιας μελλοντικής εγκληματικής συμπεριφοράς. Οι αδενικές δυσλειτουργίες μπορούν να παρέμβουν είτε με συστηματικό τρόπο είτε τυχαία και προσωρινά.Τότε μιλούμε για την εμφάνιση μιας «παροδικής παραβατικότητας» .Έχουν επίσης προταθεί υποθέσεις ενδεχόμενης σχέσης μεταξύ ανώμαλης λειτουργίας του εγκεφάλου και παραβατικότητας.


Ψυχικές διαταραχές:
Θα εξετάσουμε τις διαταραχές ανάπτυξης (των νοητικών-γνωστικών λειτουργιών), τις διαταραχές διασπαστικής συμπεριφοράς, τις αγχώδεις διαταραχές, τις διαταραχές της διάθεσης και τη σχιζοφρένεια. Είναι άγνωστο σε τι βαθμό η νοητική ανεπάρκεια καθεαυτή και οι αναπτυξιακές διαταραχές προδιαθέτουν προς την παραβατικότητα και σε τι βαθμό η σύνδεση αυτών των δύο καταστάσεων οφείλεται στη μεσολάβηση ενός τρίτου παράγοντα. Έχει διατυπωθεί π.χ. η υπόθεση, ότι η χαμηλή σχολική επίδοση και η σχολική αποτυχία μειώνουν την αυτοεκτίμηση και δημιουργούν πολλές δυσκολίες στις σχέσεις του νεαρού ατόμου με το περιβάλλον του, ευνοώντας την σύνδεση των νέων με τον κόσμο της παρανομίας . Εξ’άλλου, αρκετά συχνά τα νοητικά υπολειπόμενα άτομα προέρχονται από οικογένειες με χαρακτηριστικά τα οποία ευνοούν την παραβατικότητα των μελών τους. Η βαριά εκτεταμένη διαταραχή της ανάπτυξης ,όπως ο αυτισμός, συνοδεύεται μερικές φορές από αστάθεια της διάθεσης και κρίσεις οργής ή πανικού με καταστροφικές αντιδράσεις. Συχνά οι αναπτυξιακές διαταραχές συνδιάζονται με διαταραχές διασπαστικής συμπεριφοράς (δηλαδή, συμπεριφοράς που δημιουργεί προβλήματα στις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις) και αργότερα με διαταραχές της προσωπικότητας. Οι διαταραχές διασπαστικής συμπεριφοράς διακρίνονται σε διαταραχή ελαττωματικής προσοχής-υπερκινητικότητα, διαταραχή διαγωγής, εναντιωτική προκλητική διαταραχή.
Τα λεγόμενα «υπερκινητικά παιδιά», χαρακτηρίζονται από αδυναμία διατήρησης της προσοχής, έντονη διαρκή κινητικότητα, παρορμητικότητα. Αν υπολογιστούν και οι ελαφρότερες μορφές του συνδρόμου, στην κατηγορία αυτή ανήκει το 10% του σχολικού πληθυσμού.Η πρόγνωση είναι μάλλον καλή και τα συμπτώματα κατά την εφηβεία υποχωρούν. Το υπερκινητικό παιδί λόγω της συμπεριφοράς του, μπορεί να είναι θύμα κακοποίησης (από γονείς, δασκάλους,συμμαθητές, μεγαλύτερα παιδιά), γεγονός που μπορεί να λειτουργήσει ως αρχή ενός φαύλου κύκλου παραβατικών αντιδράσεων εκδίκησης ή αντιστάθμισης. Η διαταραχή της διαγωγής, συνδέεται στενότερα από όλες τις άλλες με την παραραβατικότητα των ανηλίκων. Εμφανίζεται στο 6% έως 9% περίπου των ανήλικων αγοριών και στο 1% έως 2% των ανήλικων κοριτσιών, ενώ χαρακτηρίζεται από αδυναμία συμμόρφωσης με βασικούς κανόνες της κοινωνικής ζωής και παρουσιάζει αρκετές από τις ακόλουθες διαταραχές: τα παιδιά δεν μπορούν να αποδεχθούν τη σχολική πειθαρχία, φεύγουν από το σπίτι τους και περιπλανώνται, χρησιμοποιούν με μεγάλη ευκολία και άνεση το ψέμα και την υπόκριση, βάζουν φωτιές, βασανίζουν ζώα, παραβιάζουν θεμελιώδη δικαιώματα των άλλων (κλοπές, πλαστογραφία, σεξουαλικές επιθέσεις, καυγάδες με χρήση όπλου), αδιαφορούν για την ασφάλειά τους και είναι συχνά θύματα ατυχημάτων, κάνουν χρήση αλκοόλ και άλλων ψυχοτρόπων. Όπως και οι ενήλικες με αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας δυσκολεύονται να δημιουργήσουν αυθεντικές συναισθηματικές σχέσεις, να ενταχθούν σε ομάδες, να διαπαιγαγωγηθούν με τα συνήθη συστήματα επιβραβεύσεων και τιμωριών.
Από τους ανήλικους που εμφανίζουν σοβαρά προβλήματα διαγωγής, οι μισοί περίπου παρουσιάζουν βελτίωση κατά την ενήλικη ζωή, ενώ οι άλλοι μισοί εξελίσσονται προς την αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας.
Οι αγχώδεις διαταραχές της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο εγκληματικό ενδιαφέρον, γιατί προκαλούν συχνά αναδίπλωση του ατόμου στον εαυτό του, υπεραπασχόληση με τα προβλήματά του και έτσι μειώνουν την πιθανότητα εκδήλωσης παραβατικών αντιδράσεων.

Αντίθετα, η κατάθλιψη, ιδίως στην εφηβική ηλικία, συνδυάζεται με παρορμητικές επιθετικές αντιδράσεις, οι οποίες μπορεί να εμπλέξουν τον έφηβο σε παραβατικές δραστηριότητες. Η επιθετικότητα αποτελεί έκφραση της δυσθυμικής ευερεθιστότητας, οι αντιδράσεις εκδραμάτισης μπορεί να συνιστούν προσπάθεια υπέρβασης της καταθλιπτικής διάθεσης, αυτοκαταστροφική εκδήλωση ή απόπειρα αποκατάστασης της μειωμένης αυτοεκτίμησης. Η σχιζοφρένεια, κατά την πρόδρομη φάση της χαρακτηρίζεται από μικροπαραβατική συμπεριφορά (κλοπές, άρση σεξουαλικών αναστολών), σύνδεση με περιθωριακές ομάδες (χρήση ψυχοτρόπων), σπανιότερα δε από σοβαρές εγκληματικές πράξεις (φόνος στενού συγγενούς υπό την επήρεια μιας παραληρηματικής πεποίθησης. Παρόλο που η συνύπαρξη παραβατικής συμπεριφοράς και ψυχικής διαταραχής είναι αρκετά συχνή, η υποβολή των παραβατών σε θεραπευτικά μέτρα είναι πολύ περιορισμένη και έτσι πολλές διαταραχές δεν αποκαλύπτονται. Η σημασία της τυχόν ανακάλυψης δεν συνδέεται μόνο με την ποινική μεταχείριση, αλλά και με την αναγκαιότητα έγκαιρης εμπλοκής υπηρεσιών θεραπευτικού και προνοιακού χαρακτήρα.


Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νεανικής ηλικίας:


Κατά την κρίσιμη περίοδο μετάβασης από την παιδική στην νεανική και στην ώριμη ηλικία ο έφηβος παρουσιάζει μεγάλη ένταση και αστάθεια της ψυχικής διάθεσης.

Κυριαρχείται από έντονο συναίσθημα αβεβαιότητας και ανασφάλειας και επιζητεί την κατάφαση, την αναγνώριση και την αγάπη. Διαθέτει έτσι τις δυνάμεις του σε πράξεις τολμηρές, ριζοσπαστικές, αφήνει να τον κυριεύσουν οι ορμές και η φαντασία του, αποβαίνει ανήσυχος, ευαίσθητος και αυθάδης, δεν ανέχεται πιέσεις, επιδεικνύει απειθαρχία απέναντι στο νόμο και την εξουσία ( με πρώτο στόχο την οικογένεια και το σχολείο), έχει την τάση για σύναψη νέων δεσμών πέρα από την οικογένεια (κυρίως με τους συνομιλίκους του) και διέπεται από ασίγαστη διάθεση να αναλάβει ρόλους και να αναπτύξει ενεργό δράση υπέρ γενικότερων κοινωνικών σκοπών. Δεν απορρίπτει ακόμα και τη χρήση βίας, εφόσον θα μπορέσει έτσι να προκαλέσει εντύπωση ή και να ελκύσει την προσοχή στα «δίκαια» αιτήματά του. Είναι αρκετά πιθανό, σύμφωνα με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, ότι η αίσθηση ψυχικού κενού, καταπιέσεως και ανασφάλειας που παρατηρείται στους νέους αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα της ανομικής συμπεριφοράς τους, είτε πρόκειται για απλή μη συμμόρφωση είτε και για έκδηλη απόρριψη των κοινωνικών κανόνων.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των νέων, που θεωρούνται επικίδυνα για τη διάπραξη παραβατικών πράξεων, είναι διαχρονικά, ανεξαρτήτως πολιτισμικού και ιστορικού πλαισίου. Έξι χιλιάδες χρόνια πριν, ένας απογοητευμένος ιερέας στην αρχαία Αίγυπτο είχε σκαλίσει σε μια πέτρινη πλάκα τις ανησυχίες του για την ολοένα αυξανόμενη επικινδυνότητα των νέων της εποχής του: « Ο κόσμος χάνεται, τα παιδιά δεν υπακούν πλέον στους γονείς τους». Παρόμοιες διαπιστώσεις καταγράφει και ο Αριστοτέλης, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει για τους νέους : « Γενικά στις επιθυμίες μεταβάλλονται εύκολα, γρήγορα αισθάνονται κορεσμό και, ενώ έχουν σφοδρές επιθυμίες, γρήγορα ικανοποιούνται και παύουν να τις έχουν. Εύκολα πείθονται και πέφτουν θύματα απάτης. Είναι θερμοί από την φύση τους, σαν μεθυσμένοι από οινόπνευμα. Αισιοδοξούν, γι’αυτό από τη μια μεριά φοβούνται πολύ και από την άλλη έχουν πολύ θάρρος. Σε όλα είναι υπερβολικοί, γιατί αγαπούν πολύ και μισούν πολύ και όλα νομίζουν και επιμένουν ότι τα γνωρίζουν».

Παρ’όλα αυτά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πίσω από την προκλητική συμπεριφορά και την αλαζονική αντίδραση κρύβεται μια αθωότητα που ξαναβάζει τα πάντα σε αμφιβολία, χαρίζοντας μια φρεσκάδα και ανανέωση στον κόσμο. Αν οι μεγαλύτεροι έχουν συμβιβαστεί ή εθελετυφλούν, μπροστά στη σκληρότητα την ασχήμια, την υποκρισία και τη διαφθορά, δεν ισχύει το ίδιο, ευτυχώς και για τους νέους. Η έλλειψη παροπίδων τους κάνει ευάλωτους αλλά και ασυμβίβαστους. Τι θα γινόταν αλήθεια, αν είχαμε το θάρρος
και τη σοφία να χρησιμοποιήσουμε τους νέους ως ανιχνευτές ενός καλύτερου, ανθρωπινότερου κόσμου και αντλούσαμε έμπνευση από τα οράματά τους, αντί να τους πνίγουμε με τον δήθεν ορθολογιστικό ψευδο-ρεαλισμό μας; Μη βρίσκοντας ικανοποιητικές διεξόδους στις εσωτερικές τους ανησυχίες, σε μια κοινωνία που τους στερεί αυθεντική ταυτότητα και ρόλο, καταφεύγουν σε διάφορες παρεκκλίσεις από την άρχουσα κουλτούρα, που συχνά αγγίζουν την παραβατικότητα.



Β) ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Οικογένεια

Οι θεωρίες που ασχολούνται με την οικογένεια ως παράγοντα εγκληματογένεσης χωρίζονται σε δύο μεγάλους θεματικούς τομείς. Στον πρώτο δίνεται έμφαση στις διαπροσωπικές σχέσεις γονιού-παιδιού μέσα από θέματα όπως η επίβλεψη, η επιβολή, η διαπαιδαγώγηση και η κοινωνικοποίηση. Στον δεύτερο θεωρούνται σημαντικοί αντικειμενικοί παράγοντες, όπως το μέγεθος της οικογένειας, η θέση μέσα στην οικογένεια, η οικονομική κατάσταση και η σχέση μεταξύ των γονέων, χωρίς όμως να παραλείπεται η αναφορά στο ίδιο το παιδί, και κυρίως στο πως δέχεται, σημασιολογεί και εντέλει μεταφράζει σε συμπεριφορά αυτούς τους αντικειμενικούς όρους.
Όσον αφορά την πρώτη οπτική , οι μεταβλητές που αποτελούν και παράγοντες πρόγνωσης μελλοντικής παραβατικής συμπεριφοράς σχηματίζουν μια γενική εικόνα, που δείχνει ότι οι γονείς : α) εφαρμόζουν συχνά τιμωρίες, β) δίνουν περισσότερες εντολές πιο ασαφείς και αόριστες γ) δεν αντιλαμβάνονται έγκαιρα ενδεχόμενη παραβατική συμπεριφορά και είναι λιγότερο αποτελεσματικοί στην ανάσχεσή της. Η έλλειψη γονεικής φροντίδας και επιτήρησης ( σε έρευνα στη Βοστώνη και το Σικάγο, βρήκαν ότι το 32% του δείγματος των εγκληματιών ήταν ορφανοί), η συχνή ή μακρόχρονη απουσία ενός γονέα (ιδίως του πατέρα σε σχέση με την παραβατικότητα των κοριτσιών, και της μητέρας των αγοριών), η σκληρή απόρριψη των γονιών ή η ακραία υπερπροστασία, σε συνδιασμό με διαφωνίες των γονιών ως προς τη διαπαιδαγώγηση, η ύπαρξη και άλλων παραβατών στην οικογένεια, η ροπή στην υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ ή ψυχοτρόπων από τους γονείς, και η χρήση βίας για την επίλυση των οικογενειακών διαφορών, έχουν ως αποτέλεσμα την αντίδραση του παιδιού και τη διαφυγή από κάθε πρότυπο πειθαρχίας.
Οι γονείς ενώ εμφανίζονται ψυχροί και άκαμπτοι, περιοριστικοί και καταπιεστικοί στις μεθόδους ανατροφής περιγράφουν το παιδί ως αγχώδες, άρρωστο και φοβισμένο! Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν επιδείξει οι έρευνες στο θέμα των κακοποιημένων ή παραμελημένων παιδιών, τα οποία ως γονείς αργότερα είναι πιθανό να σχηματίσουν μια «παραβατική οικογένεια». Στην προσπάθειά τους να καταλάβουν τις συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας αυτοί οι άνθρωποι επαναδημιουργούν –σαν ηθοποιοί πάνω στη σκηνή- ξανά και ξανά τις ίδιες συγκρουσιακές καταστάσεις, παραμελώντας ή κακοποιώντας τα δικά τους παιδιά.
Έτσι για παράδειγμα, όταν ένα παιδί κλαίει, ο γονιός αισθάνεται φυσιολογικά την ανάγκη να το ηρεμήσει. Όταν όμως ο ίδιος έχει αφεθεί πολλές φορές ως παιδί να κλαίει, ενώ οι γονείς του αδιαφορούσαν ή τον χτυπούσαν, γεννιέται μέσα του η ίδια σύγκρουση και η ανάμνησή της ξαναζωντανεύει αισθήματα θυμού και απογοήτευσης. Καθώς το παιδί συνεχίζει να κλαίει, ο γονιός νιώθει υπερένταση και οδηγείται να επαναλάβει τη γνωστή σ’αυτόν αντιμετώπιση: ξυλοκοπεί άγρια το παιδί. Το παιδί μεγαλώνοντας αισθάνεται την αδικία που του έγινε και αντιδρά συχνά με κακή διαγωγή και διαταραχές συμπεριφοράς.
Δεν είναι εύκολο να διευκρινιστεί αν η ύπαρξη πολλών παραβατών στο ίδιο σπίτι δεν είναι μόνο αποτέλεσμα επηρεασμού και μίμησης, αλλά υποδεικνύει την ύπαρξη μιας κληρονομικής επιβάρυνσης, η οποία έμμεσα προδιαθέτει όλα τα μέλη προς την παραβατικότητα. Ορισμένες έρευνες με υιοθετημένα παιδιά, έδειξαν ότι ισχύουν και οι δύο κατηγορίες αιτιωδών σχέσεων (κληρονομική μεταβίβαση και κοινωνική επίδραση). Τόσο στις οικογένειες των φυσικών γονέων όσο και στις οικογένειες των θετών γονέων υιοθετημένων ανήλικων παραβατών, διαπιστώνονται συχνά εκδηλώσεις παραβατικής ή αποκλίνουσας συμπεριφοράς.
Η κακή ανατροφή και αγωγή, που συνεπάγονται τα οικονομικά προβλήματα, (ειδικά σε οικογένειες με μεγάλη πυκνότητα) έχουν αναφερθεί ως πιθανά αίτια παραβατικότητας . Οι κακές συνθήκες, όπως ο αλκοολισμός, η αλητεία, η επαιτεία, αλλά και άλλες αντικοινωνικές πράξεις, όπως μικροκλοπές και πορνεία, χαρακτηρίζουν περισσότερο οικογένειες με φτωχά και ανύπαρκτα εισοδήματα. Η συγκατοίκηση
πολλών ατόμων στο ίδιο δωμάτιο όχι μόνο διεγείρει τη σεξουαλική ορμή των ανηλίκων, αλλά είναι και υπαίτια για ένα μεγάλο ποσοστό αιμομιξιών. Ορισμένες έρευνες προσπάθησαν να αποδείξουν ότι και η θέση του παιδιού μέσα στην οικογένεια προπαραβατικού πρωτότοκου (υπερβολική προσοχή-δειλό, αγχώδες), υστερότοκου (κακοαναθρεμένο), μοναχογιού ή μοναχοκόρης, σχετίζεται με παραβατική συμπεριφορά, αλλά τέτοιες υποθέσεις δεν μπορούν να γενικεύονται.


Προβλήματα στη σχολική φοίτηση

« Όταν ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή>>, λέγαμε παλιά. Ζούμε σε μια εποχή στην οποία οι αναλφάβητοι μειώνονται, αλλά η εγκληματικότητα αυξάνει!. Η απαιδευσία εμποδίζει την άσκηση σωστής αγωγής και την κοινωνική προπαρασκευή του παιδιού, όμως και το σχολείο σήμερα δεν βρίσκεται συχνά στο ύψος της αποστολής του.. Το σχολείο δεν θα πρέπει να μεταδίδει μόνο γραμματικές γνώσεις, αλλά να παρέχει και ήθος και να σφυρηλατεί το χαρακτήρα και να εθίζει τα παιδιά στην τάξη, στην πειθαρχία, στην αποστοφή του ψεύδους και της αδικίας, στην εκμάθηση των κοινωνικών κανόνων συμπεριφοράς. Μέσα από την προσαρμογή αυτή θα πρέπει να ανακαλύπτονται έγκαιρα και τυχόν ατέλειες ή μειονεξίες του ανηλίκου, με αποτέλεσμα τη σωστή και αποτελεσματική παρέμβαση, (που να μην εξαντλείται στις αυστηρές τιμωρίες η ακόμα χειρότερα στον στιγματισμό και τελικά στον εξωστρακισμό του νέου από τη σχολική κοινότητα, κάτι που ισοδυναμεί με την αναγνώριση της αποτυχίας του εκπαιδευτικού συστήματος). Για την επίτευξη αυτών των στόχων απαιτείται η μετάλλαξη, της μέσης κυρίως εκπαίδευσης, από τεχνοκρατικό προθάλαμο σε αυτοτελές κέντρο ουσιαστικής μόρφωσης, με κύριο άξονα τη δημιουργία ολοκληρωμένων ανθρώπων και συνειδητών πολιτών. Σε διαφορετική περίπτωση η εκπαίδευση θα πετύχει ίσως να μειώσει τα εγκλήματα βαναυσότητας ( φόνοι-βιασμοί-ληστείες), αλλά μάλλον θα συμβάλλει στην παρατηρούμενη αύξηση «εγγράματης παραβατικότητας», όπως απάτες, απιστίες, παράνομες διαπλοκές, αντιποιήσεις και High Tec εγκλήματα, όπως ηλεκτρονικές κλοπές και διαδυκτιακή εγκληματικότητα, που απαιτούν χαλαρή ηθικότητα και εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις. Όταν το σχολείο σημαίνει θεωρία ξεκομένη από την πραγματική ζωή, παθητικότητα, ρουτίνα,ανταγωνισμό, πίεση, υποταγή στην αυθεντία του δασκάλου, τότε τα ατίθασα, αλλά και τα πιο χαρισματικά παιδιά, για διαφορετικούς λόγους, θα νιώσουν αποκομένα και θα αναζητήσουν αλλού τη δράση, τις συγκινήσεις και την περιπέτεια. Η σωστή κλασική-ανθρωπιστική παιδεία έχει θεωρηθεί από πολλούς ότι μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στο άκρατο τεχνοκρατικοφελιμιστικό μοντέλο του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού και να συμβάλλει αποφασιστικά στην ηθική και πνευματική ανάπτυξη των νέων.
Η χαμηλή επίδοση στο σχολείο με τις συνέπειές της ( στιγματισμός, ώθηση στο περιθώριο της σχολικής κοινότητας, κατάθλιψη, αντιδραστική συμπεριφορά υπεραναπληρωματικού χαρακτήρα) είναι όπως είδαμε συνδεδεμένη με την παραβατικότητα. Παράλληλα, ένας ανήλικος, χωρίς κάποιες μαθησιακές δυσκολίες, που όμως είναι επιθετικός, θεωρείται επικίνδυνος να υιοθετήσει ανάλογη παραβατική συμπεριφορά. Σε έρευνες σε μεγαλουπόλεις βρίσκεται ότι ορισμένα σχολεία είναι εστίες παραβατικότητας. Είναι δύσκολο να απαντηθεί αν αυτό οφείλεται σε προβλήματα της λειτουργίας των σχολείων αυτών (π.χ. έλλειψη σταθερών κανόνων πειθαρχίας, «παράδοση» παραβατικότητας) ή αν είναι αποτέλεσμα της φοίτησης σε αυτά, μαθητών οι οποίοι παρουσιάζουν, από εξωσχολικές επιδράσεις, σχετική προδιάθεση. Ο τελευταίος χρόνος της υποχρεωτικής σχολικής φοίτησης, συνδυάζεται με αυξημένη παραπτωματικότητα.Πιθανώς αυτό να οφείλεται στις ψυχοπιεστικές επιδράσεις που ασκεί η προοπτική εισόδου στον κοινωνικό στίβο.




Εργασία
Η παιδική εργασία, η ανεργία, η υποαπασχόληση ή η ευκαιριακή απασχόληση των νέων, αλλά και οι δυσμενείς όροι και συνθήκες παροχής της νεανικής εργασίας οπωσδήποτε ενοχοποιούνται για την εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς στους ανήλικους και γενικότερα στις νεανικές ηλικίες. Εύστοχα έχει παρατηρηθεί ότι οι νέοι που βρίσκονται στο περιθώριο της απασχόλησης τοποθετούνται στο κέντρο της δικαστικής προσοχής.





Το Πολιτιστικό-Οικολογικό περιβάλλον


Έχουν γίνει πολλές μελέτες που προσπαθούν να συνδέσουν τον κίνδυνο παραβατικότητας με τη διαμονή σε αποδιοργανωμένες, ως προς την αλληλεγγύη των κατοίκων, φτωχογειτονιές. Αυτές οι περιοχές κατείχαν την χαμηλότερη οικονομική θέση και το μεγαλύτερο ποσοστό ανέργων, ξένων, καθώς και ατόμων με διάφορα κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα. Είναι γνωστή η ύπαρξη στα πλαίσια κάθε κοινωνίας εκτός του κυρίαρχου συστήματος αξιών, κανόνων, προτύπων συμπεριφοράς, και άλλων αναλόγων συστημάτων, τα οποία είναι διαδεδομένα σε επι μέρους κοινωνικά στρώματα, περιοχές ή ομάδες. Έτσι π.χ. η πλειοψηφία των νέων που ζούν σε υποβαθμισμένες συνοικίες μεγαλουπόλεων ή σε γκέτο μεταναστών, μπορεί να αξιολογεί θετικά ορισμένες δραστηριότητες όπως συμμετοχή σε συμορίες, χρήση απαγορευμένων ψυχοτρόπων, διάπραξη βανδαλισμών με την ευκαιρία μαζικών συγκεντρώσεων. Η ύπαρξη μιας τέτοιας υποκουλτούρας, αποτελεί πιθανότατα ιδιαίτερο παράγοντα εγκληματογένεσης.
Στις μεγαλουπόλεις, που είναι πιο έντονη η παραβατικότητα, οι σχέσεις είναι στο μεγαλύτερο μέρος απρόσωπες. Λόγω της ανωνυμίας το άτομο απελευθερώνεται από τη λεπτομερή εξέταση και τον έλεγχο που χαρακτηρίζουν τις μικρές πόλεις και τις αγροτικές κοινότητες. Η διαφορές στην εγκληματικότητα μεταξύ πόλης και υπαίθρου δεν είναι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές. Στις πόλεις τείνουν να κυριαρχήσουν μορφές κτητικής παραβατικότητας περισσότερο παρά βίαιης παραβατικότητας, που επικρατεί κυρίως στην ύπαιθρο. Υπάρχουν και θεωρίες που απορρίπτουν την έννοια του εγκληματογενούς περιβάλλοντος και υπογραμμίζουν ότι οι πολυτελείς και μικρής επικινδυνότητας ζώνες της πόλης είναι σαφώς πιο αποξενωμένες από άλλες, γιατί εκεί δεν υφίσταται καμία σχεδόν μορφή κοινοτικής οργάνωσης.





Σύγχρονα μέσα επικοινωνίας και πρότυπα συμπεριφοράς


Ζούμε σήμερα στο σύμπαν της πληροφορίας. Νέα μέσα επικοινωνίας, που απευθύνονται σε μαζικό και μαζικοποιημένο πληθυσμό, έχουν αντικαταστήσει τη μέχρι τώρα ισχύουσα επικοινωνία. Αυτά τα μέσα έχουν κατηγορηθεί ότι τείνουν να κυριαρχήσουν στην κατευθυνόμενη διαμόρφωση της συλλογικής συνείδησης. Όμοια έχει κατηγορηθεί και η διαφήμιση, που συμβάλλει στη δημιουργία τεχνητών αναγκών για καταναλωτικά αγαθά. Το κοινό στοιχείο είναι το ευάλωτο του ανηλίκου στην αρνητική επίδραση της επικοινωνίας. Τα Μ.Μ.Ε. έχουν κατηγορηθεί ότι προβάλλουν υπερβολικά μηνύματα ενός γενικότερου κονωνικού ξεπεσμού, συμβάλλοντας στον κυνισμό και στην ανομική στάση των νέων. Παράλληλα η δυσαναλογία μεταξύ της εικόνας ενός εξωπραγματικού κόσμου και της αδυναμίας εξεύρεσης των μέσων για την κατάκτησή του οδηγεί συχνά στην παραβατικότητα. Η τηλεόραση έχει κατηγορηθεί ότι υποβαθμίζει τον κόσμο σε είδωλα και επομένως εμποδίζει κάθε κριτική αντίδραση και κάθε αποτελεσματική απάντηση από αυτούς που την παρακολουθούν. Ειδική έρευνα έχει γίνει για το ρόλο των ηρώων-προτύπων της μικρής και μεγάλης οθόνης και την επίδρασή τους στην υιοθέτηση παραβατικών συμπεριφορών στους ανήλικους.
Ο ανήλικος έχει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο πρότυπα : το πρότυπο του κακού-δυναμικού, που είναι βίαιος αλλά επιτυχημένος, ή το πρότυπο του καλού αλλά παθητικού και εξωπραγματικού (Σούπερμαν, Σπάιντερμαν). Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχει προστεθεί με επιτυχία και ένα τρίτο πρότυπο. Είναι ο καλός-δυναμικός, που λειτουργεί εκτός νόμου με σκοπό την εκδίκηση και τη χρησιμοποίηση της βίας για τη βία. Σε παιδικές εκπομπές όπως οι Power Rangers ο ήρωας πρότυπο αφήνει πίσω του μόνο συντρίμμια! Η αλλόγηστη χρήση βίας για το καλό είναι ένα συνηθισμένο μοτίβο στις παραγωγές των ΜΜΕ που απευθύνονται σε νέους.Έρευνες στις ΗΠΑ και στη Γερμανία απέδειξαν ότι η παρουσίαση αυτοτονιών στην τηλεόραση οδηγεί σε μεγάλη αύξηση των εφηβικών αυτοκτονιών. Όμοια, η συνεχής παρακολούθηση βίας μπορεί να οδηγήσει σε βίαιη και εγκληματική συμπεριφορά.
Βέβαια πρέπει να τονίσουμε ότι οι μηχανισμοί που λειτουργούν μεταξύ μέσων μαζικής ενημέρωσης και δεκτών είναι πολυσύνθετοι και γι’αυτόν τον λόγο δεν μπορεί να βρεθεί σαφής αιτιώδης συνάφεια.
Γενικότερα, φαίνεται ότι οι παράγοντες που ωθούν προς την παραβατικότητα, δε δρούν ανεξάρτητα. Συνήθως, η επίδραση του καθενός από αυτούς είναι κατά ένα μέρος άμεση, κατά άλλο μέρος έμμεση και κατά τρίτο συντρέχουσα, συνυπάρχει δηλαδή συχνά με άλλους. Έτσι, η ύπαρξη ελαφράς νοητικής καθυστέρησης μπορεί να λειτουργεί ως άμεση αιτία (π.χ. επειδή το άτομο δυσκολεύεται να κατανοήσει και να προβλέψει τις συνέπειες των πράξεών του), ως έμμεση αιτία (π.χ. επειδή ο ανήλικος παρουσιάζει χαμηλή σχολική επίδοση, και, αποτυχίες που λειτουργούν ως ψυχοπιεστικές στιγματιστικές επιδράσεις),
ως συντρέχων παράγων παραβατικότητας (π.χ. επειδή συνυπάρχουν οργανικές βλάβες του εγκεφάλου, οι οποίες αυξάνουν την παρορμητικότητα του ατόμου).
Εκτός από τους παράγοντες οι οποίοι ευνοούν την εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς, υπάρχουν και άλλοι που αποτρέπουν, όπως η ομαλή οικογενειακή ζωή κατά την παιδική ηλικία, το υψηλό νοητικό πηλίκο, η σταθερή εργασία, το υποστηρικτικό περιβάλλον, ο γάμος με άτομο που δεν παρουσιάζει ροπή προς την παραβατικότητα. Σε όλη την διάρκεια της εξέλιξης της ζωής του παιδιού, του εφήβου, του νεαρού ενηλίκου, επιπροστίθενται νεότερες επιδράσεις θετικές ή αρνητικές στις ήδη υπάρχουσες, οι οποίες μπορεί να τροποποιήσουν ( να αυξήσουν ή να ελαττώσουν) τον κίνδυνο διάπραξης παραβάσεων. Ευρήματα από έρευνες δείχνουν ότι κανένας παράγοντας από μόνος του δεν ασκεί τόσο αποφασιστική επίδραση, ώστε αυτή να είναι αναπότρεπτη. Συνεπώς, όσον αφορά τουλάχιστο την παραβατικότητα των ανηλίκων ποτέ «δεν είναι αργά», ποτέ δεν πρέπει να θεωρείται μια περίπτωση «τελεσίδικα καταδικασμένη». Υπάρχουν πάντα περιθώρια θεραπευτικών και προνοιακών παρεμβάσεων για περιορισμό των αρνητικών και αύξηση των θετικών επιδράσεων.



Χαρακτηριστικές παραβατικές δραστηριότητες ανηλίκων:


1) Συμμορίες Οι έφηβοι, κάποιες φορές και τα παιδιά, σε ορισμένες περιοχές (ιδίως σε υποβαθμισμένες συνοικίες μεγαλουπόλεων), έχουν την τάση να εντάσσονται σε συμμορίες οι οποίες επιδίδονται σε ποικίλες παράνομες δραστηριότητες: βανδαλισμούς, βιαιοπραγίες, συμπλοκές, ομαδικούς βιασμούς, ληστείες, κλοπές. Το φαινόμενο συνδέεται με τη ροπή των νέων να εκφράζουν με θεαματικό τρόπο την αντιπαράθεσή τους προς τους υπάρχοντες θεσμούς, την αναζήτηση ταυτότητας, την αμφιθυμική τάση τους προς την εξουσία (επιθυμούν να είναι ανεξάρτητοι και να ανήκουν κάπου, και να αποφασίζουν αδέσμευτα και να καθοδηγούνται). Το γιατί ορισμένοι νέοι προτιμούν μια συμμορία κακοποιών (και όχι ένα νεωτεριστικό όμιλο, ή μια ριζοσπαστική πολιτική κίνηση), μπορεί να αποδοθεί :α) Σε ψυχολογικούς παράγοντες (π.χ. νέεοι με ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά, που αναζητούν επικίνδυνους νεωτερισμούς, αδιαφορώντας για τις συνέπειες), β) Σε προβλήματα της οικογένειακής ζωής ( η ένταξη σε μια συμμορία μπορεί να είναι είτε μια ενέργεια ριζικής ρήξης με την οικογένεια και τις αρχές της, μια πράξη εκδίκησης εναντίον των γονέων, είτε να συνιστά μίμηση επιλογών αδελφών ή φίλων). γ) Στις δυσκολίες προσαρμογής στην κοινωνική ζωή (π.χ. απόρριψη από τη σχολική κοινότητα).δ) Στην κυριαρχούσα υποκουλτούρα ( ή ένταξη σε μια συμμορία μπορεί να θεωρείται «τίτλος τιμής», που αποφέρει οφέλη και προνόμια).


2) μαζικές πράξεις βανδαλισμού,
(χουλιγκανισμός) από νέους ηλικίας 15-19 ετών, συχνά ύστερα από μαζικές συγκεντρώσεις (συναυλίες ροκ μουσικής, ποδοσφαιρικούς αγώνες, διαδηλώσεις), αποτελούν συχνό φαινόμενο της σύγχρονης ζωής. Εκφράζουν την επιθετικότητα ενατίον μορφών ή συμβόλων εξουσίας ή πλούτου. Η ανωνυμία των ευκαιριακά δημιουργούμενων ομάδων, η αυξημένη πιθανότητα ατιμωρησίας (εκδηλώνονται απρόσωπα, ως συμπαγής μάζα), η τάση για μίμηση, η ψυχοκινητική διέγερση που ενισχύεται από διάφορες συντρέχουσες καταστάσεις ( τη συγκίνηση του αγώνα ή της συναυλίας, τα συνθήματα, την παρουσία εξοπλισμένων αστυνομικών, τη χρήση αλκοολ ή ψυχοτρόπων), ευνοούν την εκδήλωση βίαιων ή καταστροφικών μαζικών αντιδράσεων.


Ειδική αναφορά γίνεται στην επικινδυνότητα των χούλιγκαν και στο ζήτημα της βίας στα γήπεδα. Μελέτες παρουσιάζουν αυτές τις ομάδες ως νέους που χωρίς να γνωρίζονται καθόλου μεταξύ τους ενώνονται σε μια ομάδα συνήθως περιστασιακά με ένα κοινό ιδεώδες και στόχο : τη βία για τη βία. Είναι ο τύπος του ρωμαλέου συνήθως νέου με χαμηλότατη κατά κανόνα πνευματική, κοινωνική και ηθική στάθμη, που γίνεται επικίνδυνος γιατί, πάσχοντας ο ίδιος από ακρισία, γίνεται εύκολα όργανο και υποχείριο του οποιουδήποτε επιτήδειου αρχηγού. Σε έρευνα που έγινε στον ελληνικό χώρο στα τέλη της δεκαετίας του ’80 καταρρίφθηκαν μερικά από τα στερεότυπα του χούλιγκαν. Οι νεαροί ακραίοι οπαδοί βρέθηκαν ότι ανήκαν σε οικογένειες με μάλλον υψηλό εισόδημα και το επίπεδο της εκπαίδευσής τους δεν διέφερε σημαντικά από τους συνομιλίκους τους, ενώ διαπιστώθηκαν προβλήματα στο οικογενειακό περιβάλλον και στις σχέσεις τους με τους συμμαθητές και τους καθηγητές.


3) Η κλοπή είναι ένα από τα πλέον συνηθισμένα αδικήματα των ανηλίκων. Η έξαρση κάποιων αναγκών (π.χ. για απίδειξη) σε συνδυασμό με τα περιορισμένα οικονομικά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι έφηβοι, μπορεί να αποτελεί ένα από τα κίνητρα, κυρίως όμως ο νέος αποβλέπει στην πράξη και όχι στο αποτέλεσμά της. Μέσω αυτής μπορεί να ικανοποιεί επιθετικές ή και αυτοτιμωρητικές ενορμήσεις, να απευθύνει έκκληση για βοήθεια (όπως π.χ. στις περιπτώσεις που ο δράστης δεν λαμβάνει στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης), να μετρά τις δυνάμεις του, να προκαλεί την εξουσία, να προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους συνομιλήκους του,ή να επιδιώκει να ενταχθεί σε μια παρέα παραβατών.




4) Οι περισσότερες σεξουαλικές παραβατικές πράξεις των εφήβων έχουν παρορμητικό χαρακτήρα. Το σώμα τους είναι πηγή έντονων διάχυτων ερωτικών ερεθισμών, χωρίς σαφή πάντα ετεροφιλική κατεύθυνση. Τα ζητήματα που συνδέονται με τη σεξουαλική τους ταυτότητα και την επιρροή στο άλλο φύλο, τους γεννούν έντονο άγχος, αντιδράσεις πανικού και εκδραμάτισης. Αυτό ισχύει ιδίως για τους άρρενες, λόγω και της ισχυρής παραδοσιακής απέχθειας έναντι του φαινομένου της ανδρικής ομοφιλοφιλίας.
Οι νέοι βιώνουν την σεξουαλικότητα ως ένα σύνολο εμπειριών, διαθέσεων, καταστάσεων ταυτόχρονα σαγηνευτικό, μυστηριώδες, απειλητικό, επικίνδυνο, και με την επίδραση των θρησκευτικών παραδόδεων, αμαρτωλό και «βρώμικο». Η ανικανοποίητη επιπλέουσα επιθυμία δημιουργεί εκνευρισμό, ντροπή , φόβο, γεννά επιθετικότητα, αντιδράσεις άρνησης, υποβαθμισης, εκχυδα’ι’σμού (όπως φαίνεται από το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν οι νέοι, και όχι μόνο αυτοί). Απόπειρες βιασμού, βιαιοπραγίες εναντίον του αντικειμένου της ερωτικής επιθυμίας που αποβλέπουν στην καθυπόταξη ή αποσκοπούν στην εκδίκηση, εκφράζουν συχνά το φόβο του νέου εφήβου για απώλεια του ελέγχου της κατάστασης, την ανησυχία του μήπως θεωρηθεί θηλυπρεπής, την ντροπή ή την απόγνωσή του για την αποτυχία ενός ερωτικού του διαβήματος. Ανάλογοι φόβοι των νέων κοριτσιών μπορεί να εκφραστούν με τη μορφή μιας χαώδους και ρηχής σεξουαλικής ζωής. Σε περίπτωση που υπάρχουν ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, νοητική καθυστέρηση, ψυχωσική αποδιοργάνωση, κατάλληλη καθοδήγηση από το περιβάλλον, μπορεί να εμφανιστεί το φαινόμενο της πορνείας ανήλικων κοριτσιών ή αγοριών.



5)Πολιτική βία
. Σωματική βία εναντίον μελών αντιπάλων παρατάξεων, εξύβριση, απείθεια προς τις αρχές, στα παίσια πολιτικών δραστηριοτήτων με πολιτικούς στόχους. Πολλές φορές οι πράξεις αυτές εκφράζουν την αφοσίωση του εφήβου στην ομάδα του και τα ιδανικά του, την αδιαλλαξία του έναντι των αντιπάλων. Ο ανώριμος διπολικός τρόπος σκέψης του εκφράζει την ανάγκη του για σταθερότητα, την εξιδανίκευτική του διάθεση, την προσπάθειά του να διαμορφώσει μια συγκεκριμένη ταυτότητα, την τάση του να υποταχθεί σε μια ισχυρή εξουσία. Έφηβοι με παρανοειδή δομή προσωπικότητας, ή έφηβοι που βρίσκονται στη λανθάνουσα φάση μιας εξελισσόμενης ψυχωσικής διαδικασίας, μπορεί να αναζητήσουν συναισθηματικό καταφύγιο σε ριζοσπαστικές ομάδες ή σε εξτρεμιστικές πτέρυγες πολιτικων και θρησκευτικών οργανώσεων και να γίνουν φανατικοί «σκληροπυρηνικοί» υποστηρικτές ακραίων απόψεων.
Τα ανωτέρω προφανώς δεν σημαίνουν ότι όλα ή τα περισσότερα άτομα, που υποστηρίζουν με αδιαλλαξία και συνέπεια τα ιδανικά τους, έχουν παρανοειδή δομή προσωπικότητας ή χαρακτηρίζονται από ανώριμο τρόπο σκέψης, ούτε ότι ο ριζοσπαστισμός ως πολιτική επιλογή υποκρύπτει οπωσδήποτε ψυχική ανωριμότητα. Εξάλλου και ο κομφορμισμός, ο πολιτικός συντηρητισμός, η συμβιβαστική διάθεση, μπορεί να αποτελούν επιλογές οι οποίες συγκαλύπτουν ψυχικές ανάγκες ή δυσκολίες. Η επίδειξη ωριμότητας, μετριοπάθειας ή ανεκτικότητας, μπορεί να συνιστούν εκλογικεύσεις που υποκρύπτουν παθητική-επιθετική διάθεση, ψυχοπαθητικό καιροσκοπισμό, φοβικές-αποφευκτικές τάσεις.




6)Η κατανάλωση και η διακίνηση απαγορευμένων ψυχοτρόπων ουσιών

αποτελεί ένα συχνό αδίκημα της εφηβικής και της μετεφηβικής ηλικίας. Εκτός από τους τακτικούς χρήστες υπάρχουν και οι ευκαιριακοί οι οποίοι είναι και οι περισσότεροι. Συνήθως, η ευκαιριακή χρήση μιας απαγορευμένης ουσίας αποτελεί εκδήλωση της εφηβικής επαναστατικότητας, πράξη μίμησης ή συνέπεια της ύπαρξης κάποιων περιστασιακών δυσκολιών. Όταν ο δράστης αντιμετωπίζεται αδέξια (δραματοποίηση-αντιδράσεις πανικού-στιγματισμός), επιδεινώνονται οι συχνά διαταραγμένες σχέσεις με την οικογένεια, δημιουργείται ο κίνδυνος ώθησής του στον κόσμο της παρανομίας.








7)Η δολοφονία Σε ορισμένα κοινωνικά περιβάλλοντα (π.χ. γκέτο μεγαλουπόλεων) τέτοιοι φόνοι συμβαίνουν συχνά στα πλαίσια ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, μεταξύ συμμοριών. Αρκετές φορές πρόκειται για πράξη που φανερώνει βαριά διαταραχή της προσωπικότητας του δράστη και τελείται υπό την επήρεια ψυχοτρόπων. Όμως συχνά εκφράζει και την απόγνωση, την οργή, την αυτοκαταστροφική διάθεση που κυριεύει τη νεολαία όταν ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης και αδιεξόδου, που εμποδίζουν τον εφηβικό ναρκισισμό να διοχετευτεί σε φαντασιώσεις, προσδοκίες και δραστηριότητες κοινωνικά αποδεχτές. Φονεύοντας τον όμοιό του, ο έφηβος σκοτώνει συμβολικά και τον εαυτό του. Θύτης και θύμα «απελευθερώνονται» με τραγικό τρόπο από τη μιζέρια και την αφόρητη πίεση της καθημερινότητας. Αναλόγου χαρακτήρα επιθετικότητα παρατηρείται στην σύγχρονη Ελλάδα μεταξύ συμμοριών εξαθλιωμένων μεταναστών, οι οποίες αλληλοεξοντώνονται. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο φόνος εκφράζει μια αντίδραση απελπισίας και λυσσώδους οργής ενατίον αυτού που προσβάλλει άμεσα τον ίδιο τον δράστη ή πρόσωπα που συνιστούν ναρκισσιστική προέκταση του εαυτού του. Το θύμα μπορεί να είναι ένας πατέρας αλκοολικός, βίαιος αιμομίκτης, ένας εραστής της μητέρας ή της αδερφής.