Καλωσόρισμα

Αυτός ο τόπος προσφέρει πλούσια επιστημονική ενημέρωση πάνω σε θέματα ψυχικής υγείας και όχι μόνο! Θα βρείτε άρθρα που αφορούν την ψυχιατρική, την ψυχολογία, την αυτογνωσία και την αυτοανάπτυξη.
Επιπλέον θα διαβάσετε αποσπάσματα από αληθινές ανθρώπινες ιστορίες, που περιγράφουν γλαφυρά το ταξίδι της ψυχής μέσα από τον πόνο και το σκοτάδι προς το φως και τη γαλήνη. Τέλος δίνει τη δυνατότητα επικοινωνίας και ανταλλαγής απόψεων πάνω σε συναφή θέματα. Εύχομαι η περιήγησή σας να είναι χρήσιμη και ενδιαφέρουσα. Δεκτές παρατηρήσεις, ερωτήσεις και προτάσεις.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Oι πληροφορίες που παρέχονται έχουν καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμμία περίπτωση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη γνωμάτευση και τη θεραπεία του ειδικού!

Τι είναι η Ψυχοσύνθεση


Η Ψυχοσύνθεση είναι μια ψυχολογική θεωρία και πρακτική, που αναπτύχθηκε από την ψυχανάλυση και εξελίχθηκε στην Ανθρωπιστική-Υπαρξιακή ψυχολογία και ακολούθως στην Υπερπροσωπική ψυχολογία. Εμπνευστής της ο Ιταλός ψυχίατρος Roberto Assagioli (1888-1974). Φίλος του C.G. Jung και μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, ο Assagioli απομακρίνθηκε σταδιακά από τη φροϋδική σκέψη, που θεωρούσε δύσκαμπτη και περιορισμένη, σε σχέση με την ευρύτητα και πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού.
Κεντρική και προτότυπη θέση της Ψυχοσύνθεσης είναι ότι την αναλυτική φάση της ψυχοθεραπείας πρέπει να ακολουθεί μιά συνθετική, που να στοχεύει στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας και την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού.

20/9/08

O ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΨΥΧΩΣΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ



Ο ρόλος της οικογένειας στην ψυχιατρική ταλαντεύτηκε ανάμεσα σε αντιθετικές θεωρήσεις. Όταν τα αίτια των ψυχικών διαταραχών αποδόθηκαν αποκλειστικά σε βιολογικούς παράγοντες, η οικογένεια θεωρήθηκε το ατυχές «θύμα» μιας εγγενούς βιοχημικής δυσλειτουργίας και η θεραπεία ήταν αποκλειστικά φαρμακολογική. Αντίθετα όταν δόθηκε προτεραιότητα στον οικογενειακό και κοινωνικό παράγοντα, η οικογένεια θεωρήθηκε ο κύριος υπεύθυνος της διαταραχής, ενώ ο ασθενής για να θεραπευτεί έπρεπε να απομακρυνθεί από το δυσλειτουργικό περιβάλλον και να ενταχθεί σε ένα υγιές.

Για δεκαετίες, οι δύο αντιλήψεις, οργανική και περιβαλλοντική, συνυπήρχαν σε ξεχωριστές, αντίπαλες, διαδρομές και μόνο σχετικά πρόσφατα οι ερευνητές κατέληξαν , στην ανάγκη μιας ολιστικήςπολυπαραγοντικής προσέγγισης των ψυχικών διαταραχών, που να λαμβάνει υπ’όψιν τόσο τις βιολογικές, όσο και τις ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτιστικές επιρροές. Ναι, υπάρχουν σε πολλές περιπτώσεις, κυρίως τις πιο σοβαρές, γενετικοί προσδιορισμοί, αλλά είναι απαραίτητες και οι κατάλληλες συνθήκες, για να ενεργοποιηθούν τα γονίδια της κληρονομικής ευαλωτότητας και να εκδηλωθεί μια ψυχική διαταραχή. Η αιτιολογική σημασία των γενετικών παραγόντων φαίνεται να είναι πιο καθοριστική όσο κινούμαστε προς το ψυχωσικό φάσμα, για να μετριαστεί στο συναισθηματικό και το αγχώδες, όπου οι εξωτερικές συνθήκες πιθανότατα διαδραματίζουν σπουδαιότερο ρόλο. Είναι εξ’άλλου πολύ πιθανόν, (ήδη υπάρχουν πολλές μελέτες που συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση), μακροχρόνιες διαπροσωπικές καταστάσεις ιδιαίτερου είδους να καταλήγουν σε μακροχρόνιες βιοχημικές διαταραχές.

Πολλά γονίδια έχουν προταθεί ως υπεύθυνα τουλάχιστον για αυξημένο κίνδυνο νόσησης. Χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε τη σημασία αυτών των ανακαλύψεων πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί σχετικά με την τελική διαλεύκανση της χυψωσικής αιτιοπαθεγένειας. Από τις παλαιότερες παρατηρήσεις έγινε φανερό ότι ο κίνδυνος να αναπτυχθεί η νόσος ανέρχεται στο 10% εάν υπάρχει ασθενής γονέας, ένατι 1% στον γενικό πληθυσμό. Αυτή η πιθανότητα αυξάνεται στο 40% εάν και οι δύο γονείς πάσχουν. Μελέτες σε ομοζυγοτικούς διδύμους, δηλαδή με ταυτόσημο γενετικό υλικό, έδειξαν επίπτωση που δεν ξεπερνάει το 45 με 50%. Αυτά τα νούμερα είναι σίγουρα υψηλά, όμως δεν αποδεικνύουν μια αναγκαστική σχέση ανάμεσα σε μια γενετική ανωμαλία και στην εμφάνιση της σχιζοφρένειας.. Σ’αυτό που οι περισσότεροι τείνουν να συμφωνήσουν σήμερα, είναι ότι ανεξαρτήτως της πρώτης αιτίας, τόσο η έναρξη όσο και η πορεία της ψύχωσης επηρεάζονται άμεσα από εξωτερικούς παράγοντες και ειδικά από το οικογενειακό περιβάλλον.



Ιστορική αναδρομή


Προς το τέλος του ΧΙΧ αιώνα, παρά την επικρατούσα οργανιστική θεώρηση, μερικοί ψυχίατροι άρχισαν να λαμβάνουν υπ’όψιν τις «παθογόνες σχέσεις», ως αιτιολογικούς παράγοντες. Πρώτος ο Morel το1860, μελέτησε τη διαταραγμένη σχέση πατέρα και σχιζοφρενούς ασθενούς. Το 1877 οι Lasegue και Falret, περιέγραψαν την δυαδική τρέλα «Folie a deux» ως μεταδιδόμενη διαταραχή, γεγονός που είναι αποδεκτό μέχρι και σήμερα και αποδίδεται στα κατοπτρικά νευρικά κύτταρα ή καλύτερα στα κατοπτρικά κυκλώματα του εγκεφάλου. Μια διαταραχή του κατοπτρικού συστήματος υποστηρίζεται ότι βρίσκεται πίσω από γνωσιακές διαταραχές και ιδιαίτερα του αυτισμού, αλλά και τις σχιζοφρενικές ψευδαισθήσεις.

Στις αρχές του επόμενου αιώνα αυξήθηκαν οι κλινικές επισημάνσεις της σημασίας των διαταραγμένων οικογειακών σχέσεων.Το 1911 ο Bleuler επισήμανε «τυπικά» χαρακτηριστικά στις οικογένειες των σχιζοφρενών όπως: ακραία ακαμψία, ανικανότητα επικοινωνίας και αμοιβαία εχθρότητα, ενώ ο Kretschmer παίρνοντας αφορμή από τη μελέτη της συμπεριφοράς των συγγενών του ψυχωτικού, πρότεινε την έννοια του σχιζοειδισμού. Στο έργο του Freud μπορούν να εντοπισθούν πολυάριθμες ενδείξεις της αιτιολογικής σύνδεσης διαφόρων ψυχοπαθολογιών με οικογενειακές προβληματικές καταστάσεις.

Ο Mildefort το 1957 μετά από έρευνα κατέληξε δηλώνοντας : « Από αυτή τη μελέτη μπορούμε να βγάλουμε το βέβαιο συμπέρασμα ότι όλες οι ψυχικές παθήσεις έχουν την προέλευσή τους στην οικογένεια και ότι πολλά μέλη της εμπλέκονται στην παθογένεια». Ταυτόχρονα άλλοι ερευνητές έφθασαν σε παρόμοια αποτελέσματα. Ο Βowen και οι συνεργάτες του, παρουσίασαν ένα μοντέλο τριών γενεών, με τον ασθενή « προορισμένο σχιζοφρενή», στην προσπάθειά του να διαφοροποιηθεί από το οικογενειακό πρότυπο.

Σε ευθυγράμμιση με αυτή τη στάση μερικοί εκπρόσωποι της αμερικανικής σχολής και ορισμένοι Ευρωπαίοι ψυχαναλυτές μελέτησαν και επιβεβαίωσαν τη σχέση της διαπροσωπικής επικοινωνίας στην ανάπτυξη νευρώσεων και ψυχώσεων. Ο Sullivan (1972), μέσα από την διαπροσωπική θεωρία της σχιζοφρένειας, ερμηνεύει μερικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας ως αμυντικές απαντήσεις σε δυσλειτουργική οικογενειακή επικοινωνία. Αποτέλεσμα αυτής της παραμορφωτικής συμπεριφοράς του ασθενούς είναι η αναζήτηση μεγαλύτερης ασφάλειας εις βάρος της διαπροσωπικής επικοινωνίας, γεγονός που οδηγεί τελικά σε υπαρξιακή συρρίκνωση

Την ίδια άποψη υποστήριξε και ο υπαρξιακός ψυχίατρος Ronald Laing, ο οποίος μαζί με τον Aaron Esterson έκαναν μια σπουδαία μελέτη οικογενειών ψυχωσικών, που μέρος της παρουσιάστηκε στο βιβλίο τους « Υγεία, τρέλα και η Οικογένεια» (Sanity, Madness and the Family,1964). ). O πρωτοπόρος του αντιψυχιατρικού κινήματος και συνεργάτης του Laing, David Cooper, έβλεπε την οικογένεια ως τον κεντρικό μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου που στοχεύει στην αναπαραγωγή της συμβατικής «φυσιολογικότητας» και του κομφορμισμού (« Ο θάνατος της Οικογένειας»). Σ’αυτό τον ασφυκτικό κλοιό αλλοτρίωσης, συμμετέχουν το σχολείο, το πανεπιστήμιο, η εκκλησία, ο στρατός, το κόμμα και το νοσοκομείο και δεν μπορεί κανείς να δραπετεύσει παρά με την τρέλα ή την εξέγερση. Ο Cooper δεν περιορίστηκε στην αυστηρή κοινωνική κριτική αλλά επεξεργάσθηκε διάφορες εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με τις συμβατικές οικογένειες, όπως η θεμελίωση κοινοβίων ή «αντιοικογενειών». Ο Αlanen (1970) εντόπισε, σε μεγάλο ποσοστό, σοβαρές ψυχοπαθολογικές και χαρακτηριολογικές διαταραχές στους συγγενείς των ασθενών. Το μεγαλύτερο μέρος των μελετών, που ανέλυε το πρότυπο συμπεριφοράς των γονέων, επικεντρώθηκε αρχικά στο ρόλο της μητέρας. Ήδη από το 1934 οι Kasanin, Knigth και Sage χρησιμοποίησαν την έννοια, που προτάθηκε αρχικά από τον Levy, της υπερπροστατευτικής μητέρας του σχιζοφρενούς.

Διέκριναν δύο τύπους υπερπροστατευτικότητας :

-την εξουσιαστική μητέρα που δεν επέτρεπε στο παιδί της καμία πρωτοβουλία, κάνοντας το υπερβολικά ενδοτικό στο σπίτι, αλλά ανίκανο να δημιουργήσει ικανοποιητικές σχέσεις με τον εξωτερικό κόσμο.

-την υπερβολικά συγκαταβατική μητέρα , της οποίας το παιδί επιδείκνυε επάρκεια στις σχολικές και κοινωνικές επαφές, αλλά μεγάλη απειθαρχία και βίαιη συμπεριφορά στο σπίτι.

Το 1948 η Frieda Fromm- Reichmann πρότεινε την περίφημη θεωρία της «σχιζοφρενειογόνου μητέρας», που περιέγραψε ως ψυχρή, εξουσιαστική με μεγάλη έφεση στον έλεγχο.

Οι Reichard και Tillman εντόπισαν στη συνέχεια τα χαρακτηριστικά του «σχιζοφρενειογόνου πατέρα» : πρόκειται για έναν άνθρωπο τυραννικό, αλλά ταυτόχρονα αδιάφορο και απορριπτικό.

(Διέκριναν πέντε διαφορετικούς τύπους :

-πατέρες που εκδηλώνουν εχθρικότητα προς τη σύζυγο

-πατέρες εχθρικούς προς τα παιδιά τους

-πατέρες με υπερβολική ιδέα για τον εαυτό τους

-πατέρες που καλλιεργούν συναισθήματα αποτυχίας

-πατέρες υποταγμένους στη σύζυγο

Στη μεταπολεμική περίοδο του ’50 ανθούν μελέτες για τη σχιζοφρένεια δίνοντας σημαντική ώθηση σε νέες θεωρητικές κατευθύνσεις. Η διαταραγμένη μονάδα δεν είναι πια το άτομο αλλά η δυάδα μητέρα-παιδί. Στη συνέχεια θα δοθεί έμφαση και στην πατρική φιγούρα (Lidz και Brody) και στη σχέση του ζευγαριού, μεταφέροντας έτσι την προσοχή από τη δυαδική δομή στην τριαδική. Ο Don Jackson (1959) πρώτος μίλησε για την αλληλένδετη τριάδα.

Ακολούθως η προσοχή μετατοπίστηκε στις προηγούμενες γενιές και εντοπίστηκαν ειδικά χαρακτηριστικά στους παππούδες των σχιζοφρενών. Στη μελέτη του Hill (1955) φαινόταν ότι το πρότυπο συμπεριφοράς των κυριαρχικών μητέρων ήταν απόρροια της τυρανικής συμπεριφοράς της δικής τους μητέρας. Στα επόμενα χρόνια η έρευνα εστιάζεται όχι πλέον στην ψυχοπαθολογία των συγκεκριμένων συγγενών, αλλά στους δυσλειτουργικούς επικοινωνιακούς μηχανισμούς (Watzlawick, 1971). H θεωρία των συστημάτων του Bertalanffy (1971), αποδείχθηκε το ιδανικότερο εργαλείο για να περιγραφεί το σύνολο των οικογενειακών σχέσεων και της φυσικής ομάδας που ανήκει η οικογένεια. Στη συστημική προσέγγιση η οικογένεια αντιμετωπίζεται στο σύνολό της ως μια δομική και λειτουργική ενότητα, με ιδιαίτερα χαρακτηρηστικά διαντίδρασης. Αυτή η οπτική επιτρέπει την μελέτη του συνόλου χωρίς να παραβλέπει τα υποσυστήματα και τα ξεχωριστά άτομα που το αποτελούν. Την ίδια περίοδο προτείνονται διάφορες επικοινωνιακές υποθέσεις, που προσπαθούν να εξηγήσουν την παθογένεση στην ψυχιατρική. Μεταξύ αυτών είναι η «υπόθεση του διπλού δεσμού» του Bateson (Paolo Alto,1965), που ανιχνεύει την ύπαρξη, στις οικογένειες των σχιζοφρενών, παράδοξων, διφορούμενων και αντιφατικών μηνυμάτων.

Η υπόθεση του διπλού δεσμού προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον και κατέκτησε γρήγορα έδαφος στον επιστημονικό χώρο. Οι μελέτες των οικογενειών πολλαπλασιάστηκαν τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, και σε μερικά κέντρα άρχισαν οι πρώτες εφαρμογές της οικογενειακής θεραπείας. Στην αρχή η οικογένεια θεωρήθηκε αξιωματικά ως η βασική αιτία όλων των διαταραχών. Οι πρώτοι οικογενειακοί θεραπευτές μιλησαν για «δυλειτουργική» ή «δύσκολη» οικογένεια και την αντιμετώπισαν ανταγωνιστικά, αν όχι και εχθρικά. Η κοινή αντίληψη ήταν ότι οι ασθενείς πρέπει να «σωθούν», να χειραφετηθούν, να απελευθερωθούν από την οικογένεια. Αυτή η ενοχοποιητική συμπεριφορά των θεραπευτών συνέβαλε στη δημιουργία οργανώσεων οικογενειών ψυχιατρικών ασθενών, που λειτουργούν ως ομάδες αυτο-βοήθειας και ως μέσον πίεσης προς την πολιτεία.

Παράλληλα με τις οικογενειακές μελέτες, άρχισαν να αναπτύσσονται έρευνες που εξέταζαν την επίδραση του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος στις ψυχικές διαταραχές. Ο ανθρωπολόγος George Brown στη μελέτη του σε αποϊδρυματοποιημένους ασθενείς, διαπίστωσε ότι αντίθετα με τις προβλέψεις του, οι ασθενείς που επέστρεφαν στην οικογένειά τους είχαν πιό συχές υποτροπές. Αυτή η παρατήρηση τoν οδήγησε , μέσα από επισταμένη έρευνα, στην έννοια του «εκδηλωμένου συναισθήματος» (expressed emotion). Με αυτόν τον όρο εννοούμε το συνεχές στρες, στο οποίο υπόκεινται οι συγγενείς των ψυχιατρικών ασθενών. Η ανησυχία τους για την πορεία και τις επιπτώσεις της ασθένειας μεταφράζεται τελικά σε πίεση επί του ασθενούς . Αυτή η πίεση διαφέρει σε ένταση από οικογένεια σε οικογένεια και εξαρτάται από πολιτιστικές παραμέτρους. Μεγάλη προσοχή στράφηκε στη μελέτη των στρατηγιών αντιμετώπισης προβλημάτων που χρησιμοποιεί η οικογένεια και στις επιπτώσεις που μερικές οικογενειακές μεταβλητές έχουν στην πορεία και την πρόγνωση της ψυχικής διαταραχής. Διάφορες έρευνες απέδειξαν ότι ότι τα στρεσσογόνα γεγονότα της οικογενειακής ζωής πυροδωτούν την έναρξη ενός ψυχωτικού επεισοδίου σε ασθενείς ενώ βρίσκονται σε φαρμακευτική θεραπεία. Όταν ο ασθενής επιστρέφει να ζήσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, όπου το επίπεδο του Εκδηλωμένου Συναισθήματος είναι υψηλό, έχει περισσότερες πιθανότητες να υποτροπιάσει, μέσα σε ένα διάστημα που κυμαίνεται από 9 μήνες έως 2 χρόνια , από εκείνους που επιστρέφουν σε περιβάλλοντα με χαμηλό Εκδηλωμένο Συναίσθημα.

Θεραπείες που κατευθύνονται προς την οικογένεια ( εκπαίδευση, ομάδες υποστήριξης και οικογενειακή θεραπεία) μαζί με φαρμακευτική θεραπεία (Leff, 1982) έχουν ένα θετικό και σημαντικό αποτέλεσμα στην πρόληψη των υποτροπών σε ψυχωτικούς. Φαίνεται,πράγματι, ότι οι συγγενείς μετά τη θεραπεία δείχνουν λιγότερο επικριτικοί και πιεστικοί προς τον ασθενή. O Fallon (1985) με συμπεριφορικές παρεμβάσεις κατάφερε, βελτιώνοντας την ικανότητα της οικογένειας στην αντιμετώπιση του στρες, να ενισχύσει την επικοινωνία μεταξύ των μελών και να αυξήσει την δεξιότητα επίλυσης των προβλημάτων.

Εκτός από το «Εκδηλωμένο Συναίσθημα» απέκτησε ιδιαίτερη βαρύτητα στη μελέτη των οικογενειών και η έννοια της «Οικογενειακής Επιβάρυνσης», που εκφράζει το σύνολο των αρνητικών αποτελεσμάτων, τόσο υποκειμενικών όσο και αντικειμενικών, από την συμβίωση με ένα ψυχιατρικό ασθενή (Ηoenig Hamilton, 1966).
Στη δεκαετία του ’60, ενώ συνεχίζεται η παρακμή των ψυχιατρικών νοσοκομείων, πολλαπλασιάζονται τα κέντρα της κοινοτικής ψυχιατρικής, με σκοπό την επανένταξη και την αποκατάσταση των ασθενών.

-Προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 παρατηρείται μια επιστροφή της ψυχιατρικής στην οργανιστική αντίληψη των ψυχικών διαταραχών, με την υποχώρηση σε δεύτερο πλάνο όλων των ψυχολογικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Αναπτύσσεται η βιολογική υπόθεση της σχιζοφρένειας ως αμετάκλητο εγκεφαλικό έλλειμμα, οδηγώντας τους ψυχιάτρους να ασχοληθούν κυρίως με τα λεγόμενα αρνητικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας, αυτά ακριβώς που αποκαλύπτουν την απώλεια λειτουργιών. Κάτω από αυτό το σκεπτικό οι ασθενείς πρέπει να μάθουν να προσαρμόζονται και να συζούν με αυτή την αναπηρία.


Oικογένεια : οι σύγχρονες απόψεις

Οι μελέτες επί του Εκδηλωμένου Συναισθήματος και της Οικογενειακής Επιβάρυνσης, καθώς και οι πρωτοποριακές εργασίες της Οικογενειακής Θεραπείας, οδήγησαν στη δημιουργία ενός σύνθετου μοντέλου, που ξεπερνώντας τον κίνδυνο της a priori ενοχοποίησης των συγγενών και της καθαρά οργανιστικής οπτικής, άρχισε να αναγνωρίζειτους ασθενείς και τις οικογένειές τους ως συμπρωταγωνιστές στις επιλογές και στο σχεδιασμό των θεραπευτικών προγραμμάτων. Παράλληλα με την υποβάθμιση του ρόλου των μεγάλων Ψυχιατρικών Νοσοκομείων, δόθηκε έμφαση στον κεντρικό ρόλο της κοινοτικής ψυχιατρικής. Στο πλαίσιο αυτό η οικογένεια απέκτησε ένα ρόλο πρωταρχικής σημασίας, γιατί μόνο με τη στενή της συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων οι ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις και τα προγράμματα επανένταξης μπορούν να έχουν επιτυχία. Αυτή η ανάγκη συνεργατικής εμπλοκής των οικογενειών οδήγησε στη δημιουργία ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων, που συνενώνουν τις προσπάθειες των διαφόρων θεραπευτικών κατευθύνσεων και στοχεύουν στην ανάδειξη του ρόλου της οικογένειας στη θεραπευτική διαδικασία του ψυχιατρικού ασθενούς.

Η ψυχοεκπαιδευτική παρέμβαση έχει τους ακόλουθους στόχους:

1.Να προσφέρει έγκυρες επιστημονικές πληροφορίες σχετικά με τις ψυχικές διαταραχές.

2.Να εκπαιδεύσει τους συγγενείς να αντιμετωπίζουν κατάλληλα τους ασθενείς, μέσα από την απόκτηση στρατηγιών επίλυσης προβλημάτων.

3.Να συμβάλλει στην βελτίωση του τρόπου επικοινωνίας.

4.Να βελτιώσει την ικανότητα χειρισμού των συναισθηματικών προβλημάτων.

5.Να μειώσει την Οικογενειακή Επιβάρυνση και τέλος,

6.Να προάγει την ενεργοποίηση ενός δικτύου οικογενειών, με σκοπό την αποφυγή της κοινωνικής απομόνωσης και του στηγματισμού.

Μια ανάλυση της αποτελεσματικότητας των ψυχοεκπαιδευτικών παρεμβάσεων καταδυκνύει ότι η εργασία με τις οικογένειες προσφέρει σημαντική βοήθεια στην ανάκαμψη του ασθενούς. Η εκπαίδευση έχει καλύτερα αποτελέσματα όταν γίνεται ομαδικά, γιατί έτσι προάγεται η ανταλλαγή απόψεων και η αμοιβαία ενίσχυση (Bertrando, 1997). Εξάλλου, φαίνεται ότι οι ψυχοεκπαιδευτικές παρεμβάσεις μειώνουν το Εκδηλωμένο Συναίσθημα και τον κίνδυνο των υποτροπών.
Σήμερα η οπτική που προσεγγίζεται η οικογένεια των ψυχιατρικών ασθενών επιτρέπει στη θεραπευτική ομάδα να θεωρούν τα διάφορα πρόσωπα γύρω από τον ασθενή ως απαραίτητους συνομιλητές με τους οποίους πρέπει να συνδιαλαγούν και να ψάξουν τον καλύτερο τρόπο για να αντιμετωπισθεί η ψυχική νόσος. Οι συγγενείς μπορούν για τους θεραπευτές να αποτελούν μια πηγή μεταμορφωτικών δυνατοτήτων. Η συνεργασία και ο διάλογος με τους οικείους μπορεί να εκμαιεύσει χρήσιμες πληροφορίες, να αποκαλύψει αδιόρατες δυναμικές, να εκτονώσει καταπιεσμένα συναισθήματα και ανομολόγητους φόβους. Η συμμετοχή των συγγενών στη θεραπεία των ψυχωσικών ήταν μια ιδέα ξεχασμένη και συχνά θεωρήθηκε εμπόδιο. Οι συγγενείς μπορούν να λειτουργήσουν ως ισχυροί σύμμαχοι της θεραπευτικής ομάδας, υπό τον όρο να υποστηρίζονται στην οδύνη, στις ενοχές και τον αποπροσανατολισμό τους. Είναι απαραίτητο να βοηθούνται να κατανοούν τη δυναμική των κρίσεων και να γνωρίζουν τον τρόπο που πρέπει να δρούν σε συνεργασία με τον συνολικό θεραπευτικό σχεδιασμό. To να υπολογίζεις στη συνεργασία της οικογένειας σημαίνει αλλαγή της οπτικής της ψυχικής διαταραχής από το γιατί τα πράγματα δεν λειτουργούν στο πως δεν λειτουργούν. Δεν θα πρέπει εξ άλλου να παραβλέπουμε ότι πίσω από κάθε ψυχιατρικό ασθενή, υπάρχει και μια οικογένεια που υποφέρει. Να εργάζεται, λοιπόν , κανείς με την οικογένεια δε σημαίνει απλά να φροντίζει την ψυχική υγεία του ασθενούς, αλλά και εκείνη της οικογένειάς του.

Συμπεράσματα

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι σήμερα ο ρόλος της οικογένειας στην ψυχιατρική νόσο έχει αλλάξει ριζικά, σε σχέση με εκείνο των αρχών του ΧΧ αιώνα. Η οικογένεια δεν θεωρείται ούτε ως θύμα, ούτε ως θύτης , αλλά ως ένα συναισθηματικό και συμπεριφορικό σύστημα και ως σημαντικός συντελεστής ολόκληρης της θεραπευτικής διαδικασίας. Οι διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν και να αντιμετωπίσουν μεμονωμένα τα παθολογικά ψυχικά φαινόμενα δεν έχουν σε πολλές περιπτώσεις δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις και αποτελέσματα. Μόνο η συντονισμένη συνολική επέμβαση που περιλαμβάνει την ύπαρξη ενός υποστηρικτικού κοινωνικού δικτύου, γύρω από την οικογένεια του ασθενούς ,μπορεί να υποσχεθεί μια πραγματική βελτίωση.

Βέβαια όλα τα ανωτέρω είναι τα δέοντα, τα ιδεατά και αυτά που ισχύουν σε προηγμένες κοινωνίες. Στη χώρα μας, δυστυχώς,τα προγράμματα της περίφημης Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης ναυαγούν μετά το τέλος της χρηματοδότησης από την Ε.Ε. Σε οριακό σημείο βρίσκεται η κατάσταση στις δημόσιες και ακόμα περισσότερο στις ιδιωτικές δομές ψυχικής υγείας. Αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στις τουλάχιστον 160 μονάδες, όπου απασχολούνται 2.500 εργαζόμενοι, φιλοξενούνται πάνω από 2.000 ψυχικά ασθενείς και εξυπηρετούνται κάπου 10.000 πολίτες. Απαραίτητη η έρευνα, ωραία τα προγράμματα και οι εξαγγελίες, αλλά για να αποδώσουν καρπούς θα πρέπει η πολιτεία να στέκεται σταθερός και ουσιαστικός συμπαραστάτης στην προσπάθεια θεραπείας και επανένταξης των ψυχικά πασχόντων.