Καλωσόρισμα

Αυτός ο τόπος προσφέρει πλούσια επιστημονική ενημέρωση πάνω σε θέματα ψυχικής υγείας και όχι μόνο! Θα βρείτε άρθρα που αφορούν την ψυχιατρική, την ψυχολογία, την αυτογνωσία και την αυτοανάπτυξη.
Επιπλέον θα διαβάσετε αποσπάσματα από αληθινές ανθρώπινες ιστορίες, που περιγράφουν γλαφυρά το ταξίδι της ψυχής μέσα από τον πόνο και το σκοτάδι προς το φως και τη γαλήνη. Τέλος δίνει τη δυνατότητα επικοινωνίας και ανταλλαγής απόψεων πάνω σε συναφή θέματα. Εύχομαι η περιήγησή σας να είναι χρήσιμη και ενδιαφέρουσα. Δεκτές παρατηρήσεις, ερωτήσεις και προτάσεις.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Oι πληροφορίες που παρέχονται έχουν καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμμία περίπτωση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη γνωμάτευση και τη θεραπεία του ειδικού!

Τι είναι η Ψυχοσύνθεση


Η Ψυχοσύνθεση είναι μια ψυχολογική θεωρία και πρακτική, που αναπτύχθηκε από την ψυχανάλυση και εξελίχθηκε στην Ανθρωπιστική-Υπαρξιακή ψυχολογία και ακολούθως στην Υπερπροσωπική ψυχολογία. Εμπνευστής της ο Ιταλός ψυχίατρος Roberto Assagioli (1888-1974). Φίλος του C.G. Jung και μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, ο Assagioli απομακρίνθηκε σταδιακά από τη φροϋδική σκέψη, που θεωρούσε δύσκαμπτη και περιορισμένη, σε σχέση με την ευρύτητα και πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού.
Κεντρική και προτότυπη θέση της Ψυχοσύνθεσης είναι ότι την αναλυτική φάση της ψυχοθεραπείας πρέπει να ακολουθεί μιά συνθετική, που να στοχεύει στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας και την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού.

22/4/08

ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΧΩΔΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ



Τι είναι ψυχοθεραπεία;


Ο Wolberg το 1988 , αφού ανέλυσε διεξοδικά 39 διαφορετικούς ορισμούς για το τι είναι ψυχοθεραπεία, κατέληξε στον ακόλουθο ορισμό:

<<Η ψυχοθεραπεία είναι η θεραπεία με ψυχολογικά μέσα των προβλημάτων συναισθηματικής φύσεως, κατά την οποία ένα εκπαιδευμένο άτομο δημιουργεί σκόπιμα μια επαγγελματική σχέση με τον ασθενή με σκοπό: 1) την αφαίρεση, μετατροπή ή επιβράδυνση της εξέλιξης υπαρχόντων συμπτωμάτων, 2) την μεταβολή διαταραγμένων διαδικασιών συμπεριφοράς και 3) την προαγωγή θετικής ανάπτυξης και εξέλιξης της προσωπικότητας. Εξ’αιτίας του τρίτου σημείου, αν αλλάξουμε τη λέξη ασθενής με την λέξη άτομο, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι << όσο πιο υγιής είσαι, τόσο πιο πολύ ωφελείσαι από την ψυχοθεραπεία>>, με αυτή την ευρεία έννοια. Δηλαδή, κατά την άποψή μου, και όχι μόνο δική μου αλλά ολόκληρου του ανθρωπιστικού αναπτυξιακού ρεύματος, με πολύ σπουδαίους εκπροσώπους όπως ο Α.Maslow , ο C.Roger, ο R.May, o Ken Wilber και πολλούς άλλους, η ψυχοθεραπεία δεν είναι μόνο μια διαδικασία που μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιείται για να μειώνει τα βάσανα της ζωής, αλλά και για να βελτιώνει την ποιότητα ζωής. Όπως θα έλεγε ο Επίκουρος για την επίτευξη του ηδέως ζην. Στις ΗΠΑ και τις προηγμένες χώρες, ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού συμβουλεύεται με ευκολία σε διάφορες φάσεις τη ζωή του, κάποιον ψυχοθεραπευτή. Στην Ελλάδα η ψυχοθεραπεία, όσο ανεβαίνει το μορφωτικό επίπεδο και υποχωρούν η άγνοια, οι προκαταλήψεις και οι δεισιδαιμονίες κατακτά σιγά-σιγά έδαφος, από τους μάγους θεραπευτές, τους αστρολόγους, τα μέντιουμ, τους εξορκιστές, τους χαρτομάντεις, τους καφεμάντεις, χειρομάντεις και όλα τα συναφή επαγγέλματα που καταχρηστικά εξασκούν ένα είδος πρωτόγονης και επισφαλούς ψυχοθεραπείας, υποσχόμενοι, όπως διαβάζουμε στις μικρές αγγελίες: << αλάνθαστες, γρήγορες και σταθερές λύσεις σε κάθε πρόβλημα : οικογενειακό, αισθηματικό, υγείας ή επαγγελματικό>>. Τώρα όλα αυτά τα εκπληκτικά και τηλεφωνικά με το αζημίωτο βέβαια…

Κάθε μορφή ψυχοθεραπείας στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη θεωρία για την ανθρώπινη φύση, για την προσωπικότητα και την ψυχοπαθολογία.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρξαν κυρίως τρία ρεύματα στην ψυχοθεραπεία : η ψυχοδυναμική σχολή, όπου κυρίαρχο ρόλο έχουν οι ασυνείδητες συγκρούσεις, η συμπεριφορική σχολή, όπου η φυσιολογική και η παθολογική συμπεριφορά θεωρούνται προϊόντα μάθησης και η ανθρωπιστική/υπαρξιακή σχολή, που δίνει πρωταρχική σημασία στην ανθρώπινη ελευθερία βούλησης. Ο κάθε θεραπευτής ακολουθεί τη θεωρία και τις τεχνικές κάποιας από αυτές τις σχολές, αν και η εμπειρία έχει αποδείξει πως δεν ανοίγουν όλες οι κλειδαριές με ένα κλειδί. Εάν διαθέτει την απαραίτητη εκπαίδευση είναι αναγκαίο να μπορεί να χρησιμοποιεί, ανάλογα με την περίπτωση και μια διαφορετική προσέγγιση ή να εκμεταλλεύεται τεχνικές από διαφορετικές θεραπείες ( ταυτόχρονα ή διαδοχικά), που να τις προσαρμόζει στα μέτρα του ασθενούς. Αυτό το μοντέλο ονομάζεται συνθετικό μοντέλο ψυχοθεραπείας, και είναι αυτό που εγώ χρησιμοποιώ κατά κύριο λόγο στην πράξη, παρά το ότι ανήκω εκ πεποιθήσεως στο ανθρωπιστικό-υπαρξιακό ρεύμα. Ο ψυχίατρος καλείται να διαγνώσει τη διαπλοκή των βιολογικών, γενετικών και ψυχοδυναμικών παραγόντων, πριν αποφασίσει την γραμμή που θα ακολουθήσει Πέρα από όλες τις ταμπέλες και πάνω από όλες τις φιλοσοφικές διαφωνίες, εκείνο που προέχει είναι η βελτίωση της κατάστασης του ασθενούς. Από σοβαρές μελέτες έχει βρεθεί ότι αυτό που κάνει τελικά τη διαφορά ανάμεσα στους θεραπευτές δεν είναι τόσο η σχολή που ακολουθούν, αλλά ο τρόπος που την εξασκούν. Η επίτευξης της σωστής θεραπευτικής σχέσης αποτελεί τη βάση κάθε περαιτέρω προσπάθειας. Στις περιπτώσεις που ο θεραπευόμενος δεν είναι έτοιμος ή δεν θέλει να γίνει καλά, κανένας θεραπευτής δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Πολλές φορές ο θεραπευόμενος δε θέλει να γίνει καλά, γιατί φοβάται την αλλαγή, την οποία φαντάζεται σαν απάρνηση ενός αγαπημένου κομματιού του εαυτού του, επειδή εσφαλμένα πιστεύει ότι, τις αλλαγές στη ζωή του κατά τη διάρκεια της θεραπείας, θα του τις επιβάλλει ο ψυχοθεραπευτής. Εννοείται ότι η ψυχοθεραπεία είναι μια εθελοντική διαδικασία που στοχεύει στην αύξηση και όχι στην ελάττωση της ελευθερίας του ατόμου. Εάν υπάρχει έστω και μια αμυδρή επιθυμία θεραπείας, ο θεραπευτής καλείται με επιδεξιότητα να υπερνικήσει τις αντιστάσεις και τους φόβους του ασθενούς, παρέχοντάς του σωστή πληροφόρηση και εναλλακτικές θεωρήσεις, μέσα σε ένα κλίμα ενσυναίσθησης (empathy), ζεστασιάς (warmth), γνησιότητας (genuineness), ενθάρρυνσης και αποδοχής, στοιχεία που πρέπει να αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της θεραπευτικής συμμαχίας.

Α) Ψυχαναλυτικές:


Αποτελούν ένα φάσμα, που στο ένα άκρο του έχει την Α1) κλασική ψυχανάλυση και στο άλλο την Β) ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, που αποτελεί την πιο διαδεδομένη μορφή. Η ψυχανάλυση είναι η πιο εντατική και η πιο μακρόχρονη και στηρίζεται στην ερμηνεία και την εναισθησία (insight). Α2) H βραχεία δυναμική ψυχοθεραπεία είναι εστιακή

(ασχολείται, δηλαδή, με ένα πρόβλημα του ασθενούς) και είναι περιορισμένη στο γνωσιακό επίπεδο, ενώ η ομαδική ανάλυση και η Α3) ομαδική ψυχοθεραπεία επιχειρούν να συνδυάσουν τα δυναμικά ομάδας με την ατομική αναλυτική εργασία.

Οι δύο πρώτες μορφές απευθύνονται σε σχετικά περιορισμένο αριθμό νευρωτικών ασθενών. Ενώ η ψυχανάλυση έχει ως βασικό σκοπό την αποκάλυψη και θεραπευτική επεξεργασία συγκρούσεων της πρώτης παιδικής ηλικίας, η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία εστιάζεται σε τρέχουσες συγκρούσεις. Ανάλογα με την περίπτωση είναι περισσότερο εκφραστική (expressive) , δηλαδή στηρίζεται στην αποκάλυψη του δυναμικά απωθημένου υλικού και στην ανάλυση των αμυνών, είτε περισσότερο υποστηρικτική (supportive), στοιχείο που αφορά στη λειτουργία του θεραπευτή να συναισθάνεται τον άρρωστό του και να στηρίζει αναγκαίες αμυντικές του λειτουργίες. Σε αντίθεση με την ψυχανάλυση που χρησιμοποιεί τον ελεύθερο συνειρμό και την ανάλυση της μεταβιβαστικής νεύρωσης, η Ψ. Ψ. χρησιμοποιεί τεχνικές συνέντευξης και συζήτησης Δεν χρησιμοποιείται ανάκλιντρο και ο θεραπευτής τίθεται <<πρόσωπο με πρόσωπο>> με τον θεραπευόμενο. Η εβδομαδιαία συχνότητα των συνεδριών είναι μικρότερη ( συνήθως 2 την εβδομάδα ) και η χρονική διάρκεια συνήθως από μήνες ως δύο χρόνια . Τέλος μπορεί να συνδυασθεί με φαρμακοθεραπεία.


Ενδείξεις στις αγχώδεις διαταραχές


Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, ως θεραπευτική μέθοδος, απευθύνεται κυρίως στην προσωπικότητα, που υπολανθάνει της διαταραχής και που θεωρείται ένας σημαντικός παράγοντας παθογένειας και τροφοδότησης της διαταραχής. Αναφερόμενος σε ένα ιστορικό ψυχαναλυτικό παράδειγμα, την υστερία, η έμφαση στη θεραπεία δίνεται σε αυτό που θα ονομάζουμε <<υστερική προσωπικότητα>> ( κατά το DSM-IV, ιστριονοκή διαταραχή της προσωπικότητας ) και όχι στην αντιμετώπιση του μετατρεπτικού συμπτώματος. Με αυτή την έννοια, έχει ένδειξη στις αγχώδεις διαταραχές όταν παρατηρούνται χαρακτηριολογικά προβλήματα, είτε αυτά είναι σοβαρά, όπως τα απορρέοντα από μια ναρκισσιστική προσωπικότητα, είτε αυτά είναι ηπιότερα, όπως της εξαρτητικής ή της ψυχαναγκαστικής διαταραχής προσωπικότητας. Το τελικό κριτήριο επιλογής της ψυχοθεραπευτικής μεθόδου πρέπει πάντα να είναι ο ίδιος ο ασθενής και όχι μια αφηρημένη αγχώδης διαταραχή.. Έτσι, άλλα κριτήρια εκτός από το διαγνωστικό είναι ; η δύναμη του εγώ, η ικανότητα δηλαδή του ατόμου να πραγματοποιεί και να διατηρεί συναισθηματικούς δεσμούς και η ικανότητα για ενδοσκόπηση και ψυχική αλλαγή. Αν αντιθέτως εστιάζεται στα εξωτερικά γεγονότα, αγνοώντας τα συναισθήματά του, τις φαντασίες του ή τα όνειρά του ( αν εμφανίζει δηλ. Αλεξιθυμία), τότε η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία θα έχει δύσκολη και αβέβαιη πορεία. Σε ορισμένους όμως ασθενείς η τάση για ενδοσκόπηση αυξάνει όταν προχωρήσει η ψυχοθεραπεία και εμπεδωθεί η βασική εμπιστοσύνη στη θεραπευτική σχέση.

Β) ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΙΣ ΑΓΧΩΔΕΙΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ


Η επανάσταση που προκάλεσε η θεωρία της συμπεριφοράς είχε σαν αποτέλεσμα την ριζική αλλαγή του τρόπου ψυχοθεραπείας. Δεν ήταν πια αναγκαίο να ανακαλύψει και να αξιολογήσει κανείς τις παιδικές του εμπειρίες για να ξεπεράσει τέτοια προβλήματα. Αντίθετα, συχνά το “ξέθαμα” του παρελθόντος μπορεί να είναι δυσβάκτατο και η επανοικοδόμιση ανέφικτη. Παλαιότερα ήταν διαδεδομένος ο μύθος της αντικατάστασης του συμπτώματος, η πεποίθηση δηλαδή πως αν κάποιος ξεπερνούσε τον φόβο χωρίς να αντιμετωπίσει το υποτιθέμενο << βαθύτερο>> πρόβλημα, κάποιο άλλο σύμπτωμα θα ξεπιδούσε στη θέση του. Η έρευνα έχει επανειλλημένως αποδείξει πως η αντίληψη αυτή είναι εν πολλοίς αβάσιμη. Άνθρωποι που έχανα τις φοβίες τους όχι μόνο δεν παρουσίαζαν καινούργια συμπτώματα, αλλά συνήθως έδειχναν βελτίωση και σε άλλους τομείς της ζωής τους, σαν αποτέλεσμα της απελευθέρωσής τους από τους εξαναγκασμούς που παλαιότερα τους επέβαλλαν οι φόβοι τους.

Ο συμπεριφορισμός θεωρεί ότι η μη φυσιολογική συμπεριφορά καθορίζεται από τις ίδιες αρχές από τις οποίες καθορίζεται και η φυσιολογική συμπεριφορά. Εστιάζεται στα συμπτώματα μιας διαταραχής θεωρώντας τα ως <<προβλήματα-αποτελέσματα>. Εσφαλμένης (μη προσαρμοστικής) μάθησης. Αρχικά γίνεται μια συμπεριφορολογική ανάλυση, που είναι η διαδικασία εντόπισης και λεπτομερειακής καταγραφής των δυσλειτουργικών συμπεριφορών και όλων των καταστάσεων που σχετίζονται με αυτές. Για παράδειγμα αν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια κυνοφοβία, χρειάζεται προσεκτική επισήμανση της προβληματικής συμπεριφοράς, αλλά και λεπτομερειακή καταγραφή του είδους του σκύλου που εκλύει τη φοβική αντίδραση. Διερευνόνται το μέγεθος, το χρώμα του, από πια απόσταση εκλύεται η αποφυγή κ.λ.π. Στη συνέχεια ο θεραπευόμενος μαζί με τον θεραπευτή ταξινομούν όλους τους φόβους και τις βαθμολογούν κατά σειρά βαρύτητας. Ο πρακτικός λόγος της ιεράρχισης είναι να αντιμετωπίζει ο θεραπευόμενος ανεκτή ποσότητα φόβου σε κάθε συνεδρία. Αφού γίνει η συλλογή των αναγκαίων πληροφοριών, ακολουθεί η επιλογή της κατάλληλης ψυχοθεραπευτικής τεχνικής.


Συμπεριφορικές τεχνικές


Οι συμπεριφορικές ψυχοθεραπείες είναι βραχείες, περιλαμβάνουν σέκα έως δακαπέντε συνεδρίες, σπανιότερα περισσότερες, που διαρκούν μεταξύ μιας και δύο ωρών. Από τις αρχές του αιώνα μέχρι σήμερα έχουν περιγραφεί πολλές δεκάδες, τεχνικές. Θα αναφερθούμε τώρα σε μερικές απ’αυτές:


Μυοχαλάρωση.


Πρωτοπεριγράφηκε από τον γατρό και φυσιολόγο Edmund Jacobson το 1934 και στηρίζεται στην παρατάρηση ότι το άγχος σχεδόν πάντα συνοδεύεται από μϋική τάση ή σύσπαση. Υπαρχουν διάφορες παραλλαγές. Η προοδευτική μυοχαλάρωση συνίσταται στη σύσπαση συγκεκριμένων ομάδων μυών ( για πέντε δευτερόλεπτα), ενώ το υπόλοιπο σώμα είναι χαλαρωμένο. Στη συνέχεια ζητείται από τον ασθενή να χαλαρώσει την ομάδα των μυών αυτών για 10-15 δευτερόλεπτα, πριν η διαδικασία συνεχιστεί με μια άλλη ομάδα μυών. Το άτομο εκπαιδεύεται να “εντοπίζει” τους μυς στις διάφορες ζώνες του σώματος, πρόσωπο, μέτωπο, σαγόνια, μάτια, λαιμό, ώμους, χέρια, πόδια. Τελευταία για την ταχύτερη εκμάθηση της χαλάρωσης χρησιμοποιούνται βιοαναδραστικά συστήματα* ( Bio-feedback).


Έλεγχος της αναπνοής


Στις αγχώδεις διαταραχές, έχουν περιγραφεί τύποι αναπνοής που πιστεύεται ότι σχετίζονται με την αιτιοπαθογένεια των διαταραχών αυτών. Η υπέρπνοια λ.χ., είτε με τη μορφή της ταχείας και βαθιάς αναπνοής που εμφανίζεται επεισοδιακά, είτε με τη μορφή της κατά συνήθεια, γρήγορης αναπνοής ενοχοποιείται σαν παθοφυσιολογικός παράγοντας συμβολής στις κλινικές εκδηλώσεις της κρίσης. Πράγματι, έχει υπολογησθεί ότι, τουλάχιστον 50% των ασθενών εμφανίζουν υπέρπνοια κατά τη διάρκεια του επεισοδίου πανικού. Ο ασθενής εκπαιδεύεται ώστε να μάθει ένα ρυθμό αναπνοής ασυμβίβαστο με εκείνο της υπέρπνοιας. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι εκμάθησης που στοχεύουν στον έλεγχο της αναπνοής, με τα ακόλουθα συνήθως χαρακτηριστικά : αναπνοή από τη μύτη (αντί του στώματος), διαφραγματική ( αντί της επίπονου θωρακικής) και με ένα ρυθμό περίπου 10-12 αναπνοών κατά λεπτό, φυσιολογικού εύρους. Ο ασθενής είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει τον νέο τύπο αναπνοής με τα πρώτα σημάδια άγχους ή πανικού.


Συστηματική απευαισθητοποίηση


Από τις πιο συχνά χρησιμοποιούμενες τεχνικές. Συνίσταται στην έκθεση του θεραπευόμενου, ενώ αυτός βρίσκεται σε κατάσταση συναισθηματικής ηρεμίας ( με χαλάρωση), σε μικρή ποσότητα φόβου. Αρχικά το φοβογόνο αντικείμενο παρουσιάζεται στην φαντασία του. Σε κάθε επανάλειψη η ένταση του φόβου μειώνεται και σύνταμα φτάνει στο μηδέν. Τότε παρουσιάζουμε μια σκηνή φόβου που προκαλεί λίγο περισσότερο άγχος από την προηγούμενη. Συνεχίζουμε αυτή την διαδικασία έως ότου ο φόβος φτάσει πάλι στο μηδέν. Αν ο θεραπευόμενος δεν μπορεί να φανταστεί αρκετά ρεαλιστικά τη φοβογόνο κατάσταση, τότε ο θεραπευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει εικόνες ή και πραγματικές καταστάσεις.


Κατακλυσμική τεχνική


Συνίσταται στην έκθεση του ατόμου σε έντονο άγχος για αρκετό διάστημα (έως και μια ώρα). Όταν το φοβικό άτομο εκτεθεί στη φοβογόνο κατάσταση, το άγχος του θα φτάσει σε κάποιο επίπεδο και μετά θα αρχίσει να πέφτει από μόνο του ( εξοικείωση). Η διαδικασία επαναλαμβάνεται αρκετές συνεδρίες έως ότου το άγχος φτάσει στο μηδέν ( απόσβεση). Αυτό μαθαίνει στον θεραπευόμενο πως δεν χρειάζεται να καταφεύγει στην συμπεριφορά αποφυγής προκειμένου να αγχομειώσει.Από θεωρητικής πλευράς το πιθανότερο είναι ότι η τεχνική αυτή συνδέεται με αυτό που ονομάζουμε <<προστατευτική αναστολή>>.΄Οταν δηλαδή ένα ερέθισμα αυξηθεί υπερβολικά τότε και ο οργανισμός καταβάλλει μεγαλύτερη προσπάθεια αντιμετώπισής του. Στις κατακλυσμικές τεχνικές ο θεραπευτής συνοδεύει το άτομο στην πραγματική έκθεσή του στη φοβογόνο κατάσταση.Η παρουσία του θεραπευτή φαίνεται να δρα πολλαπλώς ( μίμηση προτύπου, συναισθηματικού ανταγωνισμού κ.λ.π. Το άγχος μπορεί να είναι καμιά φορά έντονο και μερικοί δεν θέλουν να συνεχίσου αυτή τη θεραπεία. Ωστόσο, η κατακλυσμική τεχνική εξακολουθεί να βρίσκεται στις πρώτες επιλογές για τα ψυχαναγκαστικά συμπτώματα και τις φοβίες.


Εκπαίδευση για την απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων


Είναι μια εκπαιδευτική μέθοδος, κατά την οποία κατάλληλες κοινωνικές συμπεριφορές επιδεικνύονται από τον θεραπευτή και στη συνέχεια δοκιμάζονται από τον ασθενή, προκειμένου ο τελευταίος να αποκτήσει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Κατά τη διάρκεια εκμάθησης των δεξιοτήτων αυτών χρησιμοποιούνται αρκετές συμπεριφορικές τεχνικές, όπως το παίξιμο ρόλου, η μίμηση προτύπου, η έκθεση κ.ο.κ.


Ενδείξεις


Από το σύνολο των ψυχικών διαταραχών έχουν καταξιωθεί στις κάτωθι καταστάσεις:

-Κρίσεις πανικού, κυρίως αυτές που συνοδεύονται από αγοραφοβία

-Φοβικές διαταραχές

-Σεξουαλικές δυσλειτουργίες

-Ιδεοψυχαναγκαστικές καταστάσεις

-Προβλήματα που αναφέρονται σε κοινωνικές δεξιότητες

-Προβλήματα ζεύγους

Γ) ΓΝΩΣΙΑΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΑΓΧΩΔΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ

Μολονότι η θεραπεία αναφέρεται σαν <<γνωσιακή αναδόμηση>>

( προσπάθεια τροποποίησης της ψυχοπαθολογίαςμέσα από την άμεση τροποποίηση των νοητικών σχημάτων), θα πρέπει να τονιστεί ότι τα ψυχοθεραπευτικά όρια καθημερινά γίνονται όλο και πιο ασαφή με την προσθήκηδιαδικασιών όχι μόνο από τη συμπεριφορική, όπως συνηθιζόταν, αλλά και από άλλες προσεγγίσεις, όπως είναι η διαπροσωπική και η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η δημιουργία κατάλληλης θεραπευτικής σχέσης, η συναισθηματική κατανόηση (empathy), ο συνεργατικός εμπειρισμός (collaborative empirism) και η εξωσυνεδριακή άσκηση ( Home work) θεωρούνται απαραίτητα, αν και δεν επαρκούν από μόνα τους να πετύχουν το θεραπευτικό στόχο.


Γνωσιακή αναδόμηση


Στόχος της επεμβατικής αυτής διαδικασίας είναι η απόσπαση και ο έλεγχος εκείνων των νοητικών δραστηριοτήτων που θεωρούνται υπεύθυνες για την έναρξη και τη διατήρηση των αγχωδών διαταραχών ( ένα είδος σύγχρονης Σωκρατικής μαιευτικής μεθόδου και ελέγχου). Ο ασθενής εκπαιδεύεται ώστε να είναι σε θέση να αναγνωρίζει, να αξιολογεί, να ελέγχει, να αμφισβητεί και να τροποποιεί ( βρίσκοντας π.χ. εναλλακτικές) εκείνες τις νοητικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την αίσθηση της απειλής και της προσωπικής ευαλωτότητας. Η γνωσιακή αναδόμηση πραγματοποιείται προοδευτικά. 1) αρχικά, εντοπίζονται και καταγράφονται οι καταστροφολογικές παρερμηνείες, οι δυσλειτουργικοί διεργασικοί κανόνες και οι πεποιθήσεις. 2) Στη συνέχεια, ο ασθενής ενθαρρύνεται μέσα από διάφορες λογικές, εμπειρικές και πραγματιστικές διαδικασίες να τις αμφισβητήσει και να βρεί εναλλακτικές ερμηνείες πιο λειτουργικές. 3) Στην τελική φάση προσκαλείται να εξετάσει στην πράξη την εγκυρότητα και τη λειτουργικότητα αυτών των νέων τρόπων σκέψης.

Αποτελεσματικότητα γνωσιακών ψυχοθεραπειών

Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή

Δ) ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ-ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ


Η Λογοθεραπεία του Victor Frankl είναι μια από τις πιο γνωστές υπαρξιακές ψυχοθεραπείες. Όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι η ζωή τους δεν έχει κανένα νόημα, όταν η θέληση για νόημα έχει ματαιωθεί, τότε βιώνεται ένα υπαρξιακό κενό, μια υπαρξιακή απογοήτευση. Αυτή η υπαρξιακή ματαίωση μαζί με άλλες αιτίες μπορεί να οδηγήσει σε νευρώσεις. Η λογοθεραπεία ονομάζει αυτές τις νευρώσεις νοογενείς, για να τις διαφοροποιήσει από τις ψυχογενείς νευρώσεις. Οι τελευταίες προέρχονται (σύμφωνα με την ψυχοδυναμική θεωρία) από τις συγκρούσεις μεταξύ του ID, του εγώ και του Υπερεγώ, ενώ οι νοογενείς οφείλονται στις συγκρούσεις μεταξύ διαφόρων αξιών ή στη ματαίωση της θέλησης για νόημα, στην αποτυχία δηλαδή του ανθρώπου να βρεί ένα νόημα στην ζωή του. Θα πρέπει να τονιστεί όμως ότι η αναζήτηση ενός νοήματος στην ζωή, ακόμα και η αμφιβολία για το εαν ένα τέτοιο νόημα μπορεί να βρεθεί, είναι κάτι φυσιολογικό και καθόλου παθολογικό και αποτελεί σημάδι μιας πραγματικής ανθρώπινης ύπαρξης. Από μόνο του λοιπόν το υπαρξιακό κενό δεν είναι παθολογικό, μπορεί όμως, να γίνει, ακαταλήξει στην νοογενή νεύρωση και τότε χρειάζεται να εφαρμοστεί η λογοθεραπεία.. Στην καθημερινή ζωή η θέληση για αυθεντικό νόημα αναπληρώνεται από τη θέληση για δύναμη, για εξουσία και χρήματα. Επίσης συχνά οι άνθρωποι για να καλύψουν το εσωτερικό τους κενό καταφεύγουν στις διασκεδάσεις, στον αλκοολισμό, τα ναρκωτικά, στην χαρτοπαιξία, την άμετρη κατανάλωση, τις επιφανειακές σεξουαλικές σχέσεις κ.λ.π. Μια από τις τεχνικές της λογοθεραπείας είναι η παράδοξη πρόθεση, η οποία χειρίζεται τις ψυχαναγκαστικές και φοβικές καταστάσεις. Η παράδοξη πρόθεση λοιπόν στηρίζεται στο γεγονός ότι η παθολογία στις φοβίες και στις ιδεο-ψυχαναγκαστικές διαταραχές οφείλεται στο αναμενόμενο άγχος,κατά πρώτον λόγο και στην υπερβολική πρόθεση κατά δεύτερο λόγο. Όταν λέμε αναμενόμενο άγχος εννοούμε το προκαταβολικό άγχος που βιώνει ο ασθενής για κάποια κατάσταση, που τον φοβίζει, χωρίς όμως να βρίσκεται αντιμέτωπος μαζί της στην παρούσα στιγμή. Ένα άτομο, π.χ. που φοβάται ότι θα κοκκινίσει, όταν μπεί σ’ένα δωμάτιο, που είναι συγκεντρωμένος κόσμος, θα κοκκινίσει εκείνη τη στιγμή που το σκέπτεται, χωρίς να έχει μπεί στο δωμάτιο. Από την άλλη μεριά η υπερβολική πρόθεση για μια πράξη κάνει αδύνατη την επιτέλεση αυτής της πράξης. Για παράδειγμα στην περίπτωση μιας σεξουαλικής νεύρωσης, όσο ο άνδρας αγωνίζεται να αποδείξει την ικανότητά του, τόσο λιγότερο το πετυχαίνει.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η παράδοξη πρόθεση ζητά από τον ασθενή να κάνει ή να σκεφτεί αυτό ακριβώς που φοβάται ότι θα συμβεί ( να κοκκινίσει, να υδρώσει, να μην ολοκληρώσει την ερωτική επαφή κ.λ.π.). Επειδή δεν μπορούμε νάσκήσουμε έλεγχο στο αυτόνομο νευρικό μας σύστημα, είναι φυσικό ο ασθενής να μην μπορέσει να κοκκινίσει, αν προσπαθήσει να το κάνει. Η παράδοξη πρόθεση στηριζόμενη στην ικανότητα του ανθρώπου για αυτοαπόσπαση, που περιλαμβάνει και την ικανότητα για χιούμορ, πετυχαίνει ν’αλλάξει τη στάση του ασθενή απέναντι στο σύμπτωμά του, καθώς ο τελευταίος το αντιμετωπίζει από κάποια απόσταση γελώντας μαζί του. Όταν φέρουμε τον ασθενή στην κατάσταση να μεγαλοποιεί και να διογκώνει τα συμπτώματά του, θα υπερνικήσει τους φόβους του και θα σταματήσει να καταπολεμά τις έμμονες ιδέες του και θ’αρχίσει να τα ειρωνεύεται. Παράλληλα με την ειρωνία που μπορεί να επιτύχει ο ασθενής είναι εξίσου αποελεσματικό να καταφέρει να αγνοήσει τα παθολογικά του συμπτώματα. Η λογοθεραπεία για να πετύχει αυτό τον σκοπό χρησιμοποιεί ένα θεραπευτικό τέχνασμα, που ονομάζεται αντανακλαστική αποσύνδεση. Ο ασθενής δηλαδή θα πεέπει να αποσυνδεθεί από το άγχος του, την έμμονη ιδέα του και να συνδεθεί με ένα νόημα, με ένα στόχο, που να τον γεμίζει και να τον έλκει. Ένα δυναμικό νόημα, που να είναι υπεράνω της ύπαρξής του, θα τον απορροφήσει και θα τον γιατρέψει από τα συμπτώματά του. Καθώς ο ίδιος ο ασθενής είναι αυτός που αλλάζει την στάση του προς τον φόβο, δεν εξαρτιέται και δεν στηρίζεται στον ψυχοθεραπευτή, όπως συμβαίνει στην ψυχανάλυση. Σ’αντίθεση με τους ψυχαναλυτές, η λογοθεραπεία υποστηρίζει ότι τη θέση αυτών των εξαφανισθέντων συμπωμάτων δε θα την πάρουν άλλα συμπτώματα. Τα θεραπευτικά αποτελέσματα της εφαρμογής της λογοθεραπείας, που εφαρμόζεται για τη θεραπεία πολλών ασθενών σε σύντομο χρονικό διάστημα αντικρούουν την άποψη της ψυχανάλυσης ότι μόνο η βαθιά ανάλυση, που διαρκεί πολλά χρόνια, έχει θεραπευτικό αποτέλεσμα. Γιατί η ψυχανάλυση δίνει μεγάλη σημασία στην αιτιολογία των συμπτωμάτων και πιστεύει ότι μόνο με την ανάλυση της αιτιολογίας τους μπορούν να καταπολεμηθούν, ενώ η λογοθεραπεία θεωρεί ότι οι παράγοντες που προκάλεσαν νευρώσεις κατά την διάρκεια, της παιδικής ηλικίας δεν είναι απαραίτητο να είναι ίδιοι μ’αυτούς τους παράγοντες, που θα τις ανακουφίσουν. Την άποψη αυτή της λογοθεραπείας φαίνεται να την ασπάζεται κι η υπόλοιπη υπαρξιστική ψυχολογά, που διαφωνεί με την άποψη ότι οι πρώιμες εμπειρίες προκαλούν την μετέπειτα συμπεριφορά. Οι υπαρξιστές ψυχολόγοι θεωρούν ότι όλη η ύπαρξη του ατόμου είναι ένα ιστορικό γεγονός. Αυτή η ιστορία δεν αποτελείται από στάδια, που διαδέχονται το ένα το άλλο, αλλά από διαφορετικούς τρόπθς ύπαρξης. Ο τρόπος ύπαρξης π.χ. του βρέφους είναι διαφορετικός απ’αυτόν του παιδιού και ο τρόπος ύπαρξης του παιδιού είναι διαφορετικός απ’αυτόν του εφήβου. Ένα βασικό σημείο της υπαρξιακής ψυχολογίας είναι ότι ένα άτομο μπορεί να συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρθηκε χθες ή στην παιδική του ηλικία όχι από συνήθεια, αλλά επειδή αυτή η συμπεριφορά έχει σημασία γι’αυτό τώρα, στο παρόν. Ο Boss υποστηρίζει ότι το άτομο που βρίσκεται, υπαρχει μέσα στον κόσμο, υπάρχει στο παρελθόν, παρόν και μέλλον ταυτόχρονα. Αυτό σημαίνει ότι όταν ανακαλούμε κάτι από το παρελθόν, η ύπαρξή μας εδώ και τώρα είναι ανοιχτή στο παρελθόν. Δεν υπάρχουμε, δεν βρισκόμαστε στο παρελθόν, το παρελθόν υπάρχει σε μας. Σε σχέση μ’αυτό το σημείο είναι και η ανάγκη να είναι ο ασθενής, κατά την διάρκεια της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας, παρών, ειλικρινά παρών, ζωντανός. Αυτό σημαίνει να μην αποφεύγει ν’αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, τα προβλήματά του, που συζητιούνται στην συνεδρία. Τις πιο πολλές φορές οι ασθενείς δεν είναι ξύπνιοι, παρόντες, δεν ακούν και δεν προσέχουν πραγματικά αυτά που λέγονται, αλλά προσπαθούν ν’αποφύγουν το συναισθηματικό κόστος του να ζεί κανείς ουσιωδώς και να αντιμετωπίζει τις ρίζες τουπροβλήματός του, να είναι υπεύθυνος για την ύπαρξή του και να ζεί επομένως μιαν αυθεντική ζωή. Όταν ο ασθενής πετύχει να είναι παρών, αληθινός στις συνθήκες της ζωής (μέσα σ’αυτές περιλαμβάνεται και η ψυχοθεραπευτική σχέση) γίνεται ικανός ν’αναπτυχθεί, να προοδεύσει, γιατί θα καταφέρει να ενεργοποιήσει και να εκπληρώσει τις δυνατότητες της ύπαρξής του, που κύριο χαρακτηριστικό της είναι η μη στασιμότητα. Άλλωστε οι άνθρωποι, που υποφέρουν από φοβίες, καταναγκασμούς, παραισθήσεις κι άλλα νευρωτικά και ψυχωτικά συμπτώματα, έχουν αρνηθεί ν’αναπτυχθούν, να ενεργοποιήσουν δηλαδή τις δυνατότητές τους και κατ’επέκταση να είναι παρόντες, αληθινοί μέσα στην ζωή. Γι’αυτόν το λόγο οι υπαρξιακοί ψυχοθεραπευτές (αν και οι περισσότεροι ξεκίνησαν σαν ψυχαναλυτές) αποφεύγουν την παραδοσιακή ψυχαναλυτική πρακτική και συγκεντρώνουν την προσοχή τους στο παρόν παρά στο παρελθόν. Μεγάλη σημασία δίνουν οι υπαρξιακοί ψυχολόγοι στον παράγοντα της συνάντησης στην θεραπευτική συνεδρία. H φύση της σχέσης δεν είναι η παραδοσιακή φροϋδική μεταβίβαση, αλλά είναι μια σχέση, που βασίζεται στην αγάπη, στο ενδιαφέρον, την αμοιβαία συμπάθεια, στην αποδοχή. Η θεραπευτική σχέση όμως, δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την συνάντηση δύο υποκειμένων, αλλά περιστρέφεται και γύρω από το αντικείμενο, το γεγονός, δηλαδή, που ο ασθενής πρέπει να γνωρίσει, να συνειδητοποιήσει. Μια άλλη σημαντική πεποίθηση των υπαρξιστών είναι ότι η χρήση των αόριστων εκφράσεων, όπως “σαν να”, “κατά κάποιο τρόπο”, “νομίζω”, “μαντεύω”, που συνεχώς χρησιμοποιεί το άτομο, το απομονώνουν από την αίσθηση της πραγματικότητας στην ζωή του. Μέσω αυτών δηλαδή των λέξεων ο ασθενής βάζει εμπόδια ανάμεσα στον εαυτό του και την πραγματικότητα, προκειμένου ν’αποφύγει την γνησιότητα και την αληθινή παρουσία.

Η “ΜΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΙΚΗ” ή “ΠΕΛΑΤΟΚΕΝΤΡΙΚΗ” ψυχοθεραπεία του Carl Rogers


Ο Carl Rogers είναι ο κύριος εκφραστής του μοντέλου εκπλήρωσης. Υποστήριζε ότι το βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, είναι η τάση του να εκπληρώνει τις δυνατότητές του (tendency to actualization of potentialities). Σύμφωνα με το μοντέλο της εκπλήρωσης, η ζωή χαρακτηρίζεται σαν το ξεδίπλωμα και η έκφραση των δυνατοτήτων και ταλέντων με τα οποία είναι προικισμένο το άτομο από τη φύση.

Η αρχή της ψυχικής διαταραχής βρίσκεται στην ασυμφωνία που δημιουργείται ανάμεσα στην εμπειρία του ατόμου και στον εαυτό του.

To άτομο κινούμενο από την αυτοπραγμάτωση έχει ανάγκη από τη θετική εκτίμηση των άλλων. Ταυτόχρονα, αν η εικόνα για την πραγματικότητα και τον εαυτό του, βασίζεται συνεχώς στις ξένες αντιλήψεις και όχι στις προσωπικές του εμπειρίες, οδηγείται το άτομο σε παραμόρφωση της προσωπικής του εικόνας, καθώς θα συμπεριφέρεται όπως το θέλουν οι άλλοι κι όχι όπως επιθυμεί το ίδιο, οπότε οδηγείται στη νεύρωση. Κάνοντας διαφορετικά πράγματα απ’ότι πιστεύει το άτομο δοκιάζει άγχος, που παράγεται από την αρνητική αυτοεκτίμηση. Για να προστατευθεί από το άγχος δημιουργούνται ψεύτικες παραπλανητικές αξίες για να επέλθει συμφωνία με τις πράξεις του. Καθώς όλο και περισσότερες αξίες αντικαθίστανται από ψεύτικες, μειώνοντας συνεχώς την αυτοεκτίμηση και την τάση για αυτοπραγμάτωση, καταλήγει το άτομο σε ακραίες καταστάσεις συνολικής αποδιοργάνωσης της προσωπικότητας, με αποτέλεσμα να εμφανίζει ψυχωτικές συμπεριφορές (σχιζοφρένεια κτλ).

Θεραπευτικές τεχνικές

Η θεραπευτική αγωγή που ακολουθεί ο Rogers αποσκοπεί στην ανατροπή της διαδικασίας που προκαλεί το άγχος, τη νεύρωση και την ψύχωση, με κύρια επιδίωξη την ελάττωση των παραπλανητικών αξιών, την αύξηση της αυτοεκτίμησης και τη δημιουργία μεγαλύτερης συμφωνίας ανάμεσα στις εμπειρίες (πράξεις) και τη συνείδηση του ατόμου. Ο θεραπευτής αναλαμβάνει να ενισχύσει την αυτοεκτίμησή του, να του δείξει θετική εκτίμηση, να τον αντιμετωπίσει με κατανόηση και συμπάθεια, ως μια αυθύπαρκτη μοναδική οντότητα με προσωπικά ξεχωριστά προβλήματα.

Το άτομο στη μη-κατευθυντική ψυχοθεραπεία θεωρείται ικανό να οδηγεί τη θεραπεία, τείνοντας προς μεγαλύτερη αυτονομία. Δε δέχεται την προσδιοριστική δύναμη του υποσυνειδήτου, ούτε την κυριαρχία των σεξουαλικών εμπειριών της νηπιακής και παιδικής ηλικίας στη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Το βάρος της θεραπείας τοποθετείται στα παρόντα βιώματα του ασθενή, χωρίς να αποκλείεται και η αναφορά σε περασμένες εμπειρίες του παρελθόντος.


Η GESTALT Θεραπεία


Η θεραπεία Gestal, δίνει έμφαση στη σύλληψη του ατόμου ως όλου, στην ενεργοποίηση και στην ανάπτυξη ολόκληρης της προσωπικότητας. Η θεραπευτική προσπάθεια αποβλέπει στο να βοηθήσει το άτομο να κατανοήσει τα συναισθήματά του, ν’αναπτύξει όλες του τις αισθητηριακές και γνωστικές ικανότητες, να μάθει ν’αξιοποιεί όλες τις πληροφορίες που λαμβάνουν τα αισθητήρια όργανά του και ν’αντιμετωπίζει τα πράγματα με προσωπική ευθύνη και άμεσα. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο “εδώ και τώρα” και στην αυτοπραγμάτωση και αυτοπροσδιορισμό του ανθρώπου. Η κυριότερη επιδίωξη της Γκεστάλτ θεραπείας είναι η λεπτό προς λεπτό γνώση του εαυτού του ατόμου. Ο θεραπευτής είναι μαζί με τον πελάτη συνεξερευνητές. Ο πελάτης παροτρύνεται από τον θεραπευτή να βιώσει πλήρως το “ποιός είναι” κάθε στιγμή. Αυτό κατορθώνεται με το να δίνεται προσοχή, όχι μόνο στις σκέψεις του ή στις ιδέες του. αλλά επίσης στη στάση του σώματος, στις χειρονομίε και γενικά στη μη λεκτική επικοινωνία, καθώς επίσης και στις σωματικές και πνευματικές του εμπειρίες. Επίσης γίνεται χρήση Video, και έτσι ψυχοθεραπευτής και ψυχοθεραπευόμενος στο τέλος της συνεδρίας έχουν τη δυνατότητα να την παρακολουθήσουν μαζί. Συχνά υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο πως φανταζόμαστε ότι είμαστε και στο πως πραγματικά είμαστε. Οι θεραπευτές Γκεστάλτ δεν επιθυμούν και δεν ενθαρρύνουν την αλλαγή της συμπεριφοράς του πελάτη. Αντίθετα, πιστεύουν πως με το να διακηρύξει κάποιος την πρόθεσή του ν’αλλάξει, το μόνο που κατορθώνει είναι να προκαλέσει μια εσωτερική σύγκρουση, γεγονός που συνήθως δεν είναι αποδοτικό. Μόνο δια μέσου της πλήρους και σταθερής βίωσης και γνώσης της κατάστασης του εαυτού του κάθε στιγμή, θα θελήσει ο πελάτης να κάνει κάτι διαφορετικό. Μερικά άτομα παίρνουν μερικές γεύσεις της συμπεριφοράς και δεν διορθώνονται. Δουλειά του θεραπευτή είναι να παρατηρεί τον ψυχοθεραπευόμενο, να επανατροφοδοτεί τις παρατηρήσεις, να τον ενθαρρύνει να γίνει περισσότερο ενήμερος της συμπεριφοράς του, και να την γευθεί στο σύνολό της. Τον απομακρίνει από το να συζητάει τι σκέφτεται και τα “πρέπει”. Στέκεται με αυτό που είναι πραγματικό και το δοκιμάζει καθολοκληρία. Στη Γκεταλτ βλέπουμε το “τι” και το “πως”, ενώ η ερώτηση “γιατί” είναι άσχετη. Μόλις καταλάβεις τι κάνεις και πως το κάνεις , μπορείς να το διορθώσεις. Η ενημερότητα, λοιπόν, είναι το κλειδί για να συγκεντρωθεί στο εδώ και τώρα. Η γνησιότητα σημαίνει ότι ο θεραπευτής είναι ανοιχτός, ειλικρινής με τα αισθήματά του, δεν καμουφλάρεται, είναι ο εαυτός του, κάτι που λέει το εννοεί.

7) ΥΠΕΡΠΡΟΣΩΠΙΚΗ “ΘΕΡΑΠΕΙΑ”

Πολλοί από σας πιθανά να ακούσουν με δυσπιστία κάποιον που ισχυρίζεται πως βαθιά μέσα του φέρει έναν υπερπροσωπικό εαυτό, έναν εαυτό που υπερβαίνει την ατομικότητά του και τον συνδέει με έναν κόσμο που βρίσκεται πέρα από το συμβατικό χωρόχρονο. Είναι μεγάλη δυστυχία για το δυτικό κόσμο η ολοένα αυξανόμενη τάση μας για καταστολή της υπέρβασης. Η καταστολή αυτή αναμφίβολα ευθύνεται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη καταστολή για το σύγχρονο πολιτισμό της δυστυχίας μας. Οι ρίζες αυτής της κοινωνίας, έστω και αν δεν το γνωρίζει, κρατούν γερά μέσα στο χώμα της υπέρβασης. Η καταπιεσμένη υπέρβαση δεν εξαφανίζεται και αναδύεται στην επιφάνεια με διάφορες μεταμφιέσεις. Συνήθως παίρνει τη μορφή κάποιου ενδιαφέροντος για το διαλογισμό, τα ψυχικά φαινόμενα, τη γιόγκα, τις ανατολικές θρησκείες, τις μεταβαλόμενες καταστάσεις συνείδησης, τις εξωσωματικές εμπειρίες και τις εμπειρίες ανθρώπων που έφθασαν κοντά στο θάνατο. Ωστόσο, παρά τον κατακλυσμό της υπέρβασης που μας περιβάλλει, οι περισσότεροι δυτικοί ακόμη προβληματίζονται πως είναι δυνατόν να υπάρχει μέσα τους μία συνειδητότητα η οποία επειδή ακριβώς υπερβαίνει το άτομο,είναι απαλλαγμένη από προσωπικά προβλήματα, εντάσεις και άγχη. Ας δούμε όμως λίγο την ιστορία της υπερπροσωπικής ψυχολογίας.

Ο Καρλ Γιούνγκ, μαθητής του Φρόϋντ και υποψήφιος διάδοχός του, ήρθε σε ρήξη με τον δάσκαλό του επειδή υποστήριξε την ύπαρξη ενός υπερπροσωπικού ψυχικού επιπέδου που ονόμασε Συλλογικό ασυνείδητο. Ο Γιουνγκ αφιέρωσε πολύ χρόνο στη μελέτη της παγκόσμιας μυθολογίας. Γνώριζε ολόκληρα πάνθεα από κινεζικούς, αιγυπτιακούς, ινδιανικούς, ελληνικούς, ρωμαϊκούς και ιδικούς θεούς και θεές, δαίμονες και θεότητες, τοτεμισμούς και ανιμισμούς, αρχαία σύμβολα, εικόνες και μυθολογικά μοτίβα. Φανταστείτε την κατάπληξή του όταν ανακάλυψε ότι αυτές οι πρωτόγονες μυθολογικές εικόνες εμφανίζονται κανονικά και αλάνθαστα στα όνειρα και στις φαντασιώσεις των σύγχρονων πολιτισμένων ευρωπαίων, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν έχουν συνειδητή γνώση αυτών των μύθων. Και βέβαια τίποτε δεν έδειχνε ότι κατείχαν την ακριβή γνώση της μυθολογίας που έβλεπαν στα όνειρά τους. Αυτή την γνώση δεν την απέκτησαν ατη διάρκεια της ζωής τους. Επομένως, βγαίνει λογικά το συμπέρασμα ότι κατά κάποιο τρόπο αυτά τα βασικά μυθολογικά θέματα αποτελούν κάποιες έμφυτες ψυχικές δομές που ενυπάρχουν σε κάθε μέλος της ανθρώπινης φυλής. Αυτές οι πρωταρχικές εικόνες ή αρχέτυπα, όπως τα απεκάλεσε ο Γιούνγκ, είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους. Δεν ανήκουν σε κάποια ιδιαίτερο άτομο, αλλά αντίθετα είναι υπερπροσωπικά, συλλογικά και υπερβατικά. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει μια ηλικία μερικών εκετομμυρίων χρόνων και μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα αναγκαστικά εξέλιξε ορισμένους βασικούς τρόπους αντίληψης και σύλληψης της πραγματικότητας, με τον ίδιο τρόπο ακριβώς που εξελίχθηκαν τα χέρια μας έτσι ώστε να πιάνουν τα φυσικά αντικείμενα του περιβάλλοντος. Αυτοί οι βασικοί. Μυθολογικοί τρόποι σύλληψης της πραγματικότητας είναι τα αρχέτυπα. Επειδή μάλιστα η βασική εγκεφαλική δομή είναι παρόμοια, το κάθε άτομο μπορεί να φέρει μέσα τουτα ίδια βασικά αρχέτυπα. Ο Γιουνγκ ονόμασε αυτό το βαθύ επίπεδο όπου εδρεύουν τα αρχέτυπα, <<Ομαδικό ή συλλογικό Ασυνείδητο>>. Τα τμήματα του ατομικού ασυνειδήτου περιέχουν προσωπικές μνήμες, επιθυμίες, ιδέες, εμπειρίες και δυνατότητες. Αλλά τα βαθύτερα επίπεδα του ομαδικού ασυνειδήτου φιλοξενούν τις συλλογικές κεντρικές ιδέες ολόκληρης της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με τον Γιουνγκ, είτε το γνωρίζουμε έιτε όχι, ζουν μέσα μας και συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται δυναμικά, με τρόπους δημιουργικούς ή καταστροφικούς. Επομένως, ο σκοπός ορισμένων τύπων θεραπείας της υπερπροσωπικής περιοχής, τέτοια είναι και η θεραπεία του Γιουνγκ, έγκειται στο να αναγνωρίσουμε συνειδητά, να συμφιλιωθούμε και να χρησιμοποιήσουμε εμείς αυτές τις πανίσχυρες δυνάμεις, αντί να μας χρησιμοποιήσουν εκείνες με ασυνείδητους τρόπους και μάλιστα ενάντια στη θέλησή μας. Κατά μία ιδιαίτερη έννοια, αυτό απαιτεί, από εμάς να μάθουμε να ζούμε μυθολογικά. Μια τέτοια απαίτηση μπορεί να προκαλέσει σύγχυση σε πολλούς, επειδή εμείς οι σύγχρονοι έχουμε ελάχιστη σχέση με οτιδήποτε μυθολογικό. Για παράδειγμα, όταν μέσα στα πλαίσια του πολιτισμού μας λέμε ότι κάτι είναι μύθος, εννοούμε ότι είναι ψέματα, μια πρωτόγονη φαντασία ή στην καλύτερη περίπτωση μία επιθυμητή σκέψη. Εδώ, όμως, δεν θα ασχοληθούμε με αυτή την άποψη. Το να ζούμε μυθολογικά σημαίνει μάλλον να αρχίσουμε να συλλαμβάνουμε το υπερβατικό, να το βλέπουμε ζωντανό μέσα μας, μέσα στη ζωή μας, στους φίλους μας , την εργασία ή το περιβάλλον μας. Η μυθολογία μας ανοίγει τον κόσμο της υπέρβασης. Όπως είπε ο Κουμαρασβάμι, το <<Μια φορά κι ένα καιρό>> με το οποίο αρχίζουν όλα τα παραμύθα είναι στην πραγματικότητα <<κάποια φορά πέρα από τον χρόνο>>. Το παραμύθι που ακολουθεί μετά από αυτή τη φράση ανήκει σε έναν κόσμο στον οποίο προσωρινά παύει να υφίσταται ο χωρόχρονος, υπάρχουν ανώτεροι νόμοι και μπορεί να συμβεί οτιδήποτε. Επομένως, επειδή ο πραγματικός κόσμος είναι ο κόσμος των μη τεχνιτών φραγμάτων ( που υψώνει ο εγωκεντρικός νους του ανθρώπου), η γλώσσα και ο οραματισμός της μυθολογίας βρίσκονται πλησιέστερα στην πραγματικότητα από ότι η γραμμική λογική και η αφηρημένη σκέψη.

Επομένως το να ζεί κάποιος μυθολογικά σημαίνει να αρχίσει να ανοίγει τον εαυτό του στο διευρυμένο κόσμο των μη φραγμάτων. Αυτό δεν δημαίνει ότι εγκαταλείπουμε μονομιάς το συμβατικό κόσμο των φραγμάτων και αποσυρόμαστε σε μυθολογικές φαντασιώσεις, πράγμα που οπωςδήποτε είναι επικίνδυνο. Σημαίνει μάλλον πως ανοίγουμε τον εαυτό μας στη μυθολογική υπέρβαση και οδηγούμε την αντίστοιχη συνειδητότητα μέσα στον συμβατικό μας κόσμο. Επαναζωτικοποιοούμε την ύπαρξή μας, όταν τη συνδέουμε με μια πηγή πολύ βαθύτερη από την ίδια. To να αναπτύξουμε μία μυθολογική άποψη δεν είναι μάταιη υπόδειξη. Σύμφωνα με τον Γιούνγκ, αυτές οι μυθολογικές εικόνες τα αρχέτυπα, υπάρχουν ήδη μέσα σε κάθε άτομο και μπορούν να δραστηριοποιηθούν από οποιαδήποτε κατάσταση που κυριαρχεί στο ιδιαίτερο αρχέτυπο. Τότε, η αρχετυπική εικόνα επιφέρει κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα στη συμπεριφορά. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια ελαφρή επίδραση ή η ολοκληρωτική κατοχή. Την ίδια στιγμή, η αρχετυπική εικόνα μπορεί να διακρίνεται ξεκάθαρα μέσα στα όνειρα, τις φαντασιώσεις, τις αναπολήσεις, τη φαντασία ή και τις παραισθήσεις του ατόμου. Για παράδειγμα, είναι δυνατόν κάποιος να δεί ένα <<όνειρο κλειδί>>, στο οποίο η κεντρική εικόνα είναι μια σφίγγα, μια γοργόνα, ένα μεγάλο ερπετό, ένα φτερωτό άλογο ή κάποιο άλλο μυθολογικό υλικό. Στη συνέχεια, και μέσα από μία σχετικά μικρή μελέτη της αρχαίας μυθολογίας, το άτομο θα μπορέσει να μάθει εύκολα τι σημαίνουν αυτές οι μυθολογικές εικόνες για την ανθρώπινη φυλή σαν σύνολο και τι σημαίνουν για τι δικό του ομαδικό ασυνείδητο. Όταν ενσωματώσει το όλο νόημα στη συνειδητή του επίγνωση, δεν ελέγχεται πλέον από αυτό. Έτσι η ένταση που προκαλεί το ψυχικό περιεχόμενο στα βάθη της ψυχής του ατόμου, αρχίζει να ελαττώνεται. Επίσης, αρχίζει να σπάζει η επιφανειακή κρούστα που παρουσιάζει η φυσιολογική εγωική επίγνωση. Το σπάσιμο αυτό επιτρέπει στο άτομο να αναπτύξει το υπερβατικό, δηλαδή εκείνες τις διαδικασίες που υπερβαίνουν την προσωπική του ζωή αλλά και που αναμφισβήτητα αποτελούν κομμάτι του βαθύτερου εαυτού του. Ας δούμε τώρα πως ακριβώς συμβαίνει η αλλαγή προς ένα βαθύτερο, υπερπροσωπικό εαυτό. Όταν το άτομο αρχίζει να βλέπει τη ζωή του μέσα από τα μάτια των αρχετύπων και των μυθολογικών εικόνων, που είναι κοινές στην ανθρωπότητα, η συνείδησή του αρχίζει να κατευθύνεται σε μια παγκόσμια προοπτική. Δεν βλέπει πλέον τον εαυτό του με τα δικά του μάτια, αλλά μέσα από τα μάτια του συλλογικού ανθρώπινου πνεύματος. Δεν έχει πλέον κάποια προκατάληψη εξαιτίας της προσωπικής του θέσης. Αν η διαδικασία αυτή επιταχυνθεί με τον σωστό τρόπο, θα έχει σαν αποτέλεσμα την ποιοτική διεύρυνση του ατόμου, καθώς και την ανακάλυψη μιας νέας ταυτότητας του εαυτού. Το άτομο δεν ταυτίζεται πλέον αποκλειστικά με το εγώ του και έτσι δεν πνίγεται πια από τα καθαρά προσωπικά προβλήματα και δράματα. Πετυχαίνοντας να αποστασιοποιηθεί από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο προσωπικός εαυτός, τα υπερβαίνει και παραμένει ανέγγιχτος. Ανακαλύπτει μία ήσυχη πηγή εσωτερικής δύναμης, η οποία παραμένει ατάραχη σαν το βυθό του ωκεανού, ακόμη και όταν τα επιφανειακά κύματα της συνείδησης σαρώνονται από χείμαρρους πόνου, άγχους ή απόγνωσης. Όσο αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είμαστε τα άγχη μας, τόσο δεν απειλούμαστε από αυτά. Και αν ακόμη το άγχος είναι παρόν δε μας καταβάλλει, αφού δεν είμαστε πλέον ταυτισμένοι μαζί του. Δεν το τρέφουμε, δεν το πολεμάμε, δεν του αντιστεκόμαστε, ούτε και τρέχουμε για να ξεφύγουμε από αυτό. Αποδεχόμαστε ολοκληρωτικά το άγχος έτσι όπως είναι και του επιτρέπουμε να κινείται όπως θέλει. Δεν κερδίζουμε, ούτε χάνουμε τίποτε από την παρουσία ή την απουσία του. Απλά το παρακολουθούμε να έρχεται και να φεύγει. Έτσι, όταν μας διαταράσσει οποιοδήποτε συναίσθημα, σκέψη, μνήμη ή εμπειρία, αυτό συμβαίνει απλά και μόνο επειδή ταυτιστήκαμε ολοκληρωτικά μαζί του. Επομένως, για τη ριζική διάλυσή του επαρκεί απλά η απόσυρσή μας από αυτό.

Σιγά-σιγά, καθώς προχωράμε στη “θεραπεία” της αποταύτισης, ίσως ανακαλύψουμε ότι ολόκληρος ο ατομικός εαυτός η περσώνα, το εγώ που πασχίζαμε μέχρι τότε να υπερασπιστούμε και να προστατεύσουμε, αρχίζει να γίνεται διάφανος και να διαλύεται. Αυτό δεν σημαίνει ότι μένουμε ξαφνικά χωρίς σώμα, αλλά μάλλον ότι αρχίζουμε να αισθανόμαστε πως ό,τι συμβαίνει στον προσωπικό εαυτό - οι επιθυμίες μας, οι ελπίδες και οι οδύνες μας - δεν αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου. Αυτό συμβαίνει, επειδή υπαρχει μέσα μας ένας βαθύτερος και ουσιαστικότερος εαυτός που δεν τον αγγίζουν οι περιφερειακές εναλλαγές και τα επιφανειακά κύματα της μεγάλης αναταραχής. Καθώς το άτομο μεταβαίνει από την ταύτισή του με την περσόνα σε μια πληρέστερη και ακριβέστερη ταυτότητα, δεν χάνει την πρόσβασή του στην περσόνα. Απλά δεν διατηρεί πλέον την προσκόλλησή του σε αυτήν. Εξακολουθεί να την φορά, όποτε τα αποφασίσει. Οι λόγοι για τους οποίους γίνεται αυτό είναι πολλοί. Για παράδειγμα, όταν υπάρχει η διάθεση να δώσει το άτομο <<μια καλή παράσταση>>, μια περιστασιακή πρόσοψη για κοινωνικούς πρακτικούς λόγους ή και για λόγους που επιβάλλει η λεγόμενη ευπρέπεια. Ωστόσο, σε καμιά περίσταση δεν είναι ταυτισμένος με αυτόν τον ρόλο. Πριν εισέλθει στο υπερπροσωπικό επίπεδο δεν μπορούσε να απορρίψει το προσωπείο (την περσόνα), ούτε απέναντι στους άλλους, ούτε απέναντι στον εαυτό του. Αυτό φυσικά ήταν και το πρόβλημά του. Τώρα, όμως, μπορεί απλά να χρησιμοποιεί ή να μη χρησιμοποεί το προσωπείο του. Τελικά, εκείνο που διαλύεται, όταν μεταβαίνει κάποιος από το επίπεδο της περσόνα στο υπερπροσωπικό επίπεδο δεν είναι η ίδια η περσώνα, αλλά το φράγμα και η μεταξύ τους διαμάχη.

Από τη θέση του υπερπροσωπικού εαυτού το άτομο αρχίζει να θεωρεί το νού και το σώμα του με τον ίδιο τρόπο που θεωρούσε προηγούμενα όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα έστω κι αν αυτά είναι ένα ραπέζι, ένα δέντρο, ένας σκύλος ή ένα αυτοκίνητο. Κάτι τέτοιο ακούγεται ίσως σαν συμπεριφορά απαξίωσης αλλά η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Το άτομο που δεν ταυτίζεται με τον οργανισμό του αποδέχεται και φροντίζει περισσότερο από πριν το νου και το σώμα του. Μια και δεν τον δεσμεύουν πια, δεν αποτελούν κάποια φυλακή που στερεί την ελευθερία του. Παράλληλα αρχίζει να συμπεριφέρεται σε όλα τα αντικείμενα του περιβάλλοντος σαν αυτά να είναι ο εαυτός του. Η παγκόσμια ευσπλαχνία για την οποία μιλούν τόσο συχνά οι μύστες πηγάζει από αυτόν ακριβώς τον τύπο της υπερπροσωπικής διαίσθησης. Αυτή η ευσπλαχνία ή Αγάπη, ανήκει σε ένα διαφορετικό επίπεδο από εκείνη που συναντάει κανείς στο επίπεδο της περσόνα. Στο υπερπροσωπικό επίπεδο αρχίζουμε να αγαπάμε τους άλλους όχι επειδή μας αγαπούν, μας προσφέρουν την επιβεβαίωσή τους, αντανακλούν τους εαυτούς μας ή μας εξασφαλίζουν μέσα στις ψευδαισθήσεις μας, αλλά επειδή εκείνοι ΕΙΝΑΙ ΕΜΕΙΣ. Η χριστιανική διδασκαλία σε λέει << αγάπα τον πλησίον σου όπως αγαπάς τον εαυτό σου>>, αλλά αγάπα τον πλησίον σου σαν Εαυτό σου>>. Θα μπορούσε να συμπληρώσει κανείς κανείς εδώ, όχι μόνο τον πλησίον σου αλλά και ολόκληρο το περιβάλλον σου. Τότε το άτομο αρχίζει να ενδιαφέρεται για το περιβάλλον του, όπως ενδιαφέρεται για τα χέρια ή τα πόδια του.


Υ.Γ.

ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΨΥΧΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ



Στο Κ.Ψ.Θ.Α. χρησιμοποιείται ένα Συνθετικό Μοντέλο Ψυχοθεραπείας που αξιοποιεί τεχνικές και στοιχεία από όλες τις ανωτέρω σχολές, για να τις προσαρμόσει στις εκάστοτε ανάγκες του συγκεκριμένουνατόμου. Μια ειδική ψυχοθεραπεία είναι σαν ένα κλειδί που δεν μπορεί να ανοίξει όλες τις πόρτες και αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το θετικό αποτέλεσμα και όχι η ιδεολογική προσκόλληση σε μια θεωρία...


ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΧΩΔΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ


Η φαρμακευτική θεραπεία έχει ως ένδειξη το έντονο, παθολογικό άγχος που βιώνει το άτομο ως δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση, ως υποκειμενική εμπειρία φόβου και αγωνίας και μειώνει τη λειτουργικότητά του. Η μεγάλη πρόοδος που συντελέστηκε στα τελευταία χρόνια με την ανάπτυξη της νευροβιολογίας, οδήγησε στην καλύτερη γνώση της βιολογίας του άγχους, βοήθησε στην καλύτερη διαγνωστική ταξινόμηση και στην ανακάλυψη νέων θεραπειών για τις διάφορες κατηγορίες των αγχωδών διαταραχών. Το άγχος και οι αγχώδεις διαταραχές θεραπεύονται

( συμπτωματικά) αποτελεσματικά με ειδικά φάρμακα, που περιλαμβάνουν τα αγχολυτικά, τα αντικαταθλιπτικά και φάρμακα άλλων κατηγοριών.

Η θεραπευτική μεθοδολογία ακολουθεί δύο στρατηγικές :

1) Τη βραχείας διάρκειας θεραπεία, που αποσκοπεί να απαλλάξει τον πάσχοντα από τα συμπτώματα και να τον επαναφέρει στην προηγούμενη λειτουργικότητά του.

2) Τη μακράς διάρκειας θεραπεία, για τη διατήρηση, σε ορισμένες περιπτώσεις, του θεραπευτικού αποτελέσματος και την αποτροπή εκδήλωσης νέου επεισοδίου στο μέλλον.

ΒΡΑΧΕΙΑΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑ


Πριν από την εφαρμογή φαρμακευτικής θεραπείας θα πρέπει να τίθεται ακριβής διάγνωση και να διευκρινίζεται εάν η αγχώδης συμπτωματολογία είναι δευτεροπαθής, αν δηλαδή οφείλεται σε άλλη ψυχική διαταραχή, όπως κατάθλιψη, σχιζοφρένεια, χρήση ουσιών ή σε σωματική νόσο, όπως υπερθυρεοειδισμό, αγγειακό εγκεφαλικό σύνδρομο κ. α. Σε αυτές τις περιπτώσεις προτάσσεται η θεραπεία της πρωταρχικής νόσου.

Το ήπιο ή το άγχος που οφείλεται σε ψυχοτραυματικό στρες ή σε κοινά προσωπικά και διαπροσωπικά προβλήματα, αν δεν προσλαμβάνει παθολογικό χαρακτήρα, δεν αποτελεί ένδειξη αγχολυτικής θεραπείας, αλλά και στο παθολογικό άγχος πριν από τη χορήγηση αγχολυτικού θα πρέπει να δοκιμάζεται, όπου είναι δυνατόν, βραχυχρόνια αντιμετώπιση με συμβουλευτική, χειρισμό του στρες, άσκηση ή ψυχοθεραπεία. Το ενδεχόμενο να αποτελεί το άγχος συνοδό σύμπτωμα κατάθλιψης πρέπει να εξετάζεται,ιδίως όταν δεν απαντά ικανοποιητικά στη θεραπεία. Συχνά παρατηρείται στην κλινική πράξη καταθλιπτικοί ασθενείς με συνοδό άγχος να λαμβάνουν βενζοδιαζεπίνες χωρίς παράλληλη αντικαταθλιπτική θεραπεία, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι οι βενζοδιαζεπίνες μπορεί να επιδεινώσουν την καταθλιπτική συμπτωματολογία.

Η κρίση πανικού και η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, που αντιστοιχούν σε παλαιότερες ταξινομήσεις στην αγχώδη νεύρωση, αποτελούν τις δύο κατ’εξοχήν αγχώδεις καταστάσεις που μαζί με το άγχος που συνδέεται με ψυχοτραυματικό συμβάν, απαιτούν άμεση αγχολυτική θεραπεία.

Η βραχείας διάρκειας φαρμακευτική θεραπεία μπορεί να έχει διάρκεια μέχρι 6 μήνες από την υποχώρηση των συμπτωμάτων και περιλαμβάνει τις βενζοδιαζεπίνες, τις αζαπιρόνες (βουσπιρόνη), τα αντικαταθλιπτικά κ. α.

Βενζοδιαζεπίνες:


Αντιπροσωπεύουν τη θεραπεία εκλογενζοδιαζεπίνεςής για τη συμπτωματική αντιμετώπιση του οξέος άγχους. Η αποτελεσματικότητά τους έχει πιστοποιηθεί με πληθώρα κλινικών μελετών από τη δεκαετία του ’60 τόσο στα ψυχολογικά, όσο και στα σωματικά. Δίνεται έμφαση συχνά στην αλόγιστη χρήση ή την κατάχρησή τους, εντούτοις, έχει διαπιστωθεί ότι μόνο μια μικρή αναλογία (25%) των ασθενών υποβάλλονται σε αγχολυτική θεραπεία, παρά την παρουσία έντονου άγχους που θα απαιτούσε θεραπεία και από αυτούς μόνο 15% συνεχίζουν τη θεραπεία για ικανό χρόνο.


Επιλογή της Βενζοδιαζεπίνης


Όλα τα βενζοδιαζεπινικά παράγωγα έχουν παρόμοιες φαρμακολογικές ιδιότητες και δεν διαφοροποιούνται στο αγχολυτικό τους αποτέλεσμα, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους στην κατασταλτική επίδραση, στη φαρμακοδυναμική* δράση και στη φαρμακοκινητική* τους συμπεριφορά στον οργανισμό. Η επιλογή του σκευάσματος θα βασισθεί στην προηγούμενη ανταπόκριση στη θεραπεία και στις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσά τους στην κατασταλτική επίδραση και στην ημιπερίοδο ζωής*.

Π. χ. ο χρόνος ημιζωής της αλπραζολάμης , γνωστής με την εμπορική ονομασία Χanax, είναι 14 ώρες, ενώ ο αντίστοιχος της διαζεπάμης (Stedon), είναι 60 ώρες, και της Βρωμαζεπάμης ( Lexotanil), 20 ώρες.

Οι βενζοδιαζεπίνες μειώνουν το άγχος και την ένταση, προκαλούν υπνηλία και έχουν σε ποικίλο βαθμό μυοχαλαρωτικές και αντισπασμογόνες ιδιότητες. Η υπνωτική τους δράση είναι δοσοεξαρτώμενη και υποχωρεί στην πορεία της θεραπείας, χωρίς αυτή η ανοχή να παρατηρείται και στο αγχολυτικό αποτέλεσμα. Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως η διαταραχή της μνήμης και η μειωμένη κινητική συνέργεια, υποχωρούν ομοίως στην πορεία της θεραπείας. Η αλληλεπίδραση με οινόπνευμα σε μικρή ποσότητα δεν είναι αξιόλογη, η υπερβολική όμως χρήση μπορεί να καταστεί επικίνδυνη.

Ενώ μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 η διαζεπάμη ήταν η πλέον χρησιμοποιούμενη βενζοδιαζεπίνη και ένα από τα περισσότερα χρησιμοποιούμενα φάρμακα στον κόσμο, από τη δεκαετία του ’80 η αλπραζολάμη και η λοραζεπάμη (Tavor) κυριαρχούν στην συνταγογράφιση. Η διαζεπάμη έχει μακρά διάρκεια δράσης και μπορεί να προκαλέσει αθροιστικά φαινόμενα, όταν χορηγείται σε συχνά διαστήματα ή σε ηλικιωμένους και ηπαττοπαθείς. Έχει ταχεία δράση ως η πλέον λιπόφιλη βενζοδιαζεπίνη. Η αλπραζολάμη έχει βραχεία διάρκεια δράσης και έχει ως πλεονέκτημα να μην προκαλεί αθροιστικά φαινόμενα, μπορούν όμως να εκδηλωθούν παλίνδρομα συμπτώματα άγχους μετά την διακοπή τους. Η λοραζεπάμη δεν παράγει ενεργούς μεταβολίτες, δεν προκαλεί αθροιστικά φαινόμενα και είναι περισσότερο ασφαλής όταν χορηγείται σε ηλικιωμένα άτομα και ηπαττοπαθείς. Τόσο η αλπραζολάμη όσο και και η λοραζεπάμη, λόγω της υψηλης ισχύος τους (μικρός αριθμός mg κατά δόση) και της βραχείας διάρκειας δράσης ( βραχεία ημιπερίοδος ζωής) έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να προκαλέσουν εξάρτηση.


Διάρκεια θεραπείας


Στη βραχυχρόνια θεραπεία του άγχους η μακρόχρονη χορήγηση βενζοδιαζεπινών θα πρέπει να αποφεύγεται, λόγω του ενδεχομένου εξάρτησης, επίδρασής τους στο επίπεδο εγρήγορσης και αλληλεπίδρασής τους με άλλα φάρμακα. Γενικά συνιστάται να χορηγούνται για διάστημα μέχρι δύο εβδομάδων σε συνεχή ή σε διακεκομμένη χορήγηση. Η θεραπεία αρχίζει σε μικρές δόσεις που αυξάνονται σταδιακά κάθε λίγες ημέρες μέχρις ότου επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα ή εμφανιστούν ανεπιθύμητες ενέργειες, οπότε η δόση μειώνεται ή αυξάνεται περαιτέρω με βραδύτερο ρυθμό. Ασθενείς με διαλείπουσα αγχώδη συμπτωματολογία που εκλύεται από ψυχοπιεστικές καταστάσεις θα πρέπει να λαμβάνουν διαλείπουσα θεραπεία, ενώ αν η συμπτωματολογία είναι συνεχής, θα πρέπει να ακολουθούν συνεχή θεραπεία π. χ. διάρκειας 4 εβδομάδων, αν και μακρότερης διάρκειας ( μέχρι 6 εβδομάδων) έχει αποδειχθεί αποτελεσματική. Το FDA στις ΗΠΑ έχει καθορίσει ότι η αποτελεσματικότητα των βενζοδιαζεπινών για χρονικό διάστημα πέραν των 4 μηνών δεν έχει πιστοποιηθεί με συστηματικές μελέτες και θα πρέπει να επανεξετάζεται η αναγκαιότητα συνέχισης της θεραπείας. Μετά 4 μήνες ή και λιγότερο θα πρέπει να δοκιμάζεται και η προοδευτική διακοπή της θεραπείας, η οποία θα επανεγκαθίσταται όταν επανεμφανιστεί αγχώδης συμπτωματολογία.


Βουσπιρόνη


Η βουσπιρόνη είναι μη βενζοδιαζεπινικό αγχολυτικό και έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στη γενικευμέμη αγχώδη διαταραχή. Αποτελεί την πρωτότυπη ουσία μιας νέας χημικής κατηγορίας ουσιών που ονομάζονται αζαπιρόνες. Ασκούν την αγχολυτική δράση τους ως μερικοί αγωνιστές των 5-ΗΤ1Α υποδοχέων της σεροτονίνης. Η αγωνιστική δράση της στους 5-ΗΤ (αυτοϋποδοχείς) ομαλοποιεί τη σεροτονινεργική νευρομεταβίβαση με αποτέλεσμα αγχολυτική δράση βουσπιρόνη έχει ιδιότητες διαφορετικές από τις βενζοδιαζεπίνες, δεν προκαλεί εξάρτηση, διαταραχές της μνήμης και άλλες γνωσιακές διαταραχές, δεν έχει κατασταλτικές ιδιότητες και δεν αλληλεπιδρά με άλλα φάρμακα. Το αγχολυτικό αποτέλεσμα εμφανίζεται μετά από 1-2 εβδομάδες και το μέγιστο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται μετά 4-5 εβδομάδες θεραπείας. Λόγω της καθυστερημένης εμφάνισης του αποτελέσματος είναι σκόπιμο να συγχορηγείται βενζοδιαζεπίνη για 1-2 εβδομάδες για άμεσο αγχολυτικό αποτέλεσμα. Δεν είναι αποτελεσματική στη διαταραχή πανικού.

Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και ειδικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs).

Από τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά η κλομιπραμίνη (Anafranil) και από τους SSRIs η φλουοξετίνη (Ladose), η φλουβοξαμίνη (Dumyrox), η παροξετίνη (Seroxat) η σιταλοπράμη (Seropram), η εσιταλοπράμη (Cipralex, Χeristar), έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στη θεραπεία της διαταραχής πανικού και της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής. Σε σύγκριση με τις βενζοδιαζεπίνες έχουν καθυστερημένη απάντηση (2-6 εβδομάδες) και κατά συνέπεια δεν προσφέρονται για άμεση αγχόλυση. Η αντιπανική δράση φαίνεται να είναι ανεξάρτητη από την αντικαταθλιπτική. Λόγω διάφορων ανεπιθύμητων ενεργειών των τρικυκλικών, οι αναστολείς της επαναπρόσληψης σεροτονίνης πλεονεκτούν σε θεραπευτική χρησιμότητα λόγω καλύτερης αποδοχής. Στην αρχή της θεραπείας της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής μπορεί να παρατηρηθεί νευρικότητα, για την οποία οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται ή να χορηγείται προκαταβολικά βανζοδιαζεπίνη ή αναστολείς των β-αδρενεργικών υποδοχέων (π.χ. προπρανολόλη).


Ειδικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης και νοραδρεναλίνης (SNRIs) και άλλα αντικαταθλιπτικά.


Από τα νεότερα αντικαταθλιπτικά, η βενλαφαξίνη (Efexor) και η ντουλοξετίνη (Cymbalta), ειδικoί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης και της νοραδρεναλίνης, με αποδεδειγμένη αντικαταθλιπτική δράση, έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στη διαταραχή πανικού και σε άλλες αγχώδεις διαταραχές, όπως η κοινωνική φοβία και η ΙΨΔ. Τα άλλα νεότερα αντικαταθλιπτικά, όπως τα ειδικά σεροτονινεργικά (νεφαζοδόνη-Nefirel) και τα νοραδρενεργικά και ειδικά σεροτονινεργικά ( μιρταζαπίνη- Remeron), αναμένεται να αποδειχθούν εξ ίσου αποτελεσματικά στη θεραπευτική των αγχωδών διαταραχών.


Β-αδρενεργικοί αναστολείς


Οι αναστολής των β-αδρενεργικών υποδοχέων και κυρίως η προπρανολόλη (Inderal), είναι αποτελεσματικοί στη θεραπεία των συμπτωμάτων από το αυτόνομο νευρικό σύστημα, όπως ταχυκαρδίας, τρόμου και ξηροστομίας που συνοδεύουν κυρίως τη διαταραχή πανικού, τη γενικευμένη αγχώδη διαταραχή και τις φοβικές διαταραχές, χωρίς να είναι αποτελεσματικοί στα ψυχολογικά συμπτώματα του άγχους.


ΜΑΚΡΑΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑ


Οι αγχώδεις διαταραχές, ιδίως η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, η διαταραχή πανικού, η ΙΨΔ και οι φοβικές διαταραχές, έχουν συνήθως χρόνια πορεία και η εφαρμογή μακράς, συντηρητικής θεραπείας είναι συχνά απαραίτητη για τη διατήρηση του θεραπευτικού αποτελέσματος και την αποτροπή εκδήλωσης νέου επεισοδίου στο μέλλον. Η αναγκαιότητα εφαρμογής συντηρητικής θεραπείας υπαγορεύεται, εκτός από τη χρονίζουσα πορεία τους και από τη συχνή υποτροπή μετά τη διακοπή της βραχείας θεραπείας, την ψυχοκοινωνική και επαγγελματική έκπτωση με αρνητική επίδραση στην ποιότητα ζωής, την ανάπτυξη και άλλων διαταραχών στην εξέλιξή τους ( συννοσυρότητα) καθώς και την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της θεραπείας συντήρησης.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΚΡΑΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑ


ΨΥΧΟΚΙΝΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΑΚΗ ΕΚΠΤΩΣΗ:


Οι συνέπειες της μακράς θεραπείας με βενζοδιαζεπίνες περιλαμβάνει μείωση της προσοχής, της ψυχοκινητικής συνέργειας και ετοιμότητας, γνωσιακή έκπτωση με διαταραχές μνήμης και μείωση των ικανοτήτων του ατόμου να ανταποκρίνεται στις καθημερινές του δραστηριότητες. Οι παραπάναω επιδράσεις μπορεί να επηρεάζουν την εγρήγορση και την οδήγηση αυτοκινήτου και να ενισχύονται από τη χρήση οινοπνεύματος.

Εξάρτηση από Βενζοδιαζεπίνες :


Η σωματική εξάρτηση αποτελεί δυνητικό επακόλουθο της μακράς λήψης βενζοδιαζεπινών, με εκδήλωση συμπτωμάτων στέρησης μετά τη διακοπή τους. Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει προϋπάρχοντα συμπτώματα άγχους καθώς και νέα συμπτώματα, όπως αγχώδη διάθεση, νευρικότητα, αϋπνία, ένταση, ανησυχία, ναυτία, υπερακουσία, λήθαργο κ.α.. Το στερητικό σύνδρομο εμφανίζεται μετά 6-12 ώρες με τα βραχείας διάρκειας δράσης σκευάσματα ( αλπραζολάμη, λοραζεπάμη) και μετά 24-36 ώρες με τα μακράς δράσης σκευάσματα, φθάνει στη μέγιστη ένταση μετά 2-4 ημέρες και υποχωρεί ματέ 1-3 εβδομάδες. Αναπτύσσεται κατά το πλείστον μετά 4 και πλέον μήνες συνεχούς λήψης.


Αντικαταθλιπτικά:


Κατά τη μακρά χορήγηση τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών περίπου 1/3 των ασθενών δεν ανέχονται και διακόπτουν πρόωρα τη θεραπεία, λόγω νευρικότητας, ορθοστατικής υπότασης και αλλεργικών αντιδράσεων και άλλων συμπτωμάτων. Η απότομη διακοπή των τρικυκλικών και των SSRIs προκαλεί το σύνδρομο απόσυρσης, κυρίως με τη μορφή παλίνδρομων συμπτωμάτων, όπως τρόμου, ναυτίας, κεφαλαλγίας, αϋπνίας κ.α. και για τούτο απαιτείται βραδεία και προοδευτική διακοπή.